Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της.
Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα.
Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο.
— Ποιος κλαίει; ρώτησε.
Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του.
— Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. Ευλογημένος να είσαι!
Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά.
Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του.
— Έλα, παιδί μου, είπε. Στό μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή…
Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι.
— Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.
Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.
— Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.
— Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς.
— Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ.
Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ’ ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο.
— Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.
Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε.
— Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια…
Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του.
— Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω. Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του;
— Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε.
— Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί…
Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του.
Μ’ έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι.
Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους.
Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.
Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.
Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.
— Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι…
— Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ’ μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.
— Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε…
— Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια.
Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.
Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο.