Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό.
Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.
— Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.
Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.
— Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.
— Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.
Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:
— Ε!.. βαρκάρη!.. ξύπνα!..
Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.
— Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.
Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη.
— Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.
Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.
— Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.
— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.
Μ’ έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά.
— Παρών! φώναξε.
— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.
— Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.
— Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;
— Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμέ— νος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά.
Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.
— Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.
— Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!
Ο Αστόχαστος αναπήδησε.
— Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;
— «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ’ ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.
Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.
— Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.
— Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι.
— Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;
Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.
— Στα ξένα, είπε σύντομα.
— Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!
— Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.
— Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;
— Παρών, είπε πάλι ο κουλός.
Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:
— Στόλος, παρών.
Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:
— Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει.
Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.
— Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά. Δούλος σας, Αφεντάδες μου!
— Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.
Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου.
Ζ’. Καινούριες Αποκαλύψεις
Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν.
— Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί.
Ο Βασιλιάς σταμάτησε.
— Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα.
Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση.
Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ’ ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα.
— Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε;
— Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει.
Η Βασίλισσα τα κρέμασε. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια.