Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει.
Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά.
— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε.
— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολατρών, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος.
— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. Λέγε, τι θέλεις;
Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα.
— Αφέντη! είπε. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ’ έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα.
Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε.
— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. Εγώ δε θα έλθω. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας.
Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία.
Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση.
Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι.
Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά.
Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα.
— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! Ήλθε η ώρα! φώναξε με κομμένη φωνή.
Κανένας δεν κατάλαβε.
— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί.
Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της.
— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε.
— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό.
— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς.
Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε:
— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο;
— Να η απάντηση του! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα.
Και ανεβαίνοντας σ’ ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ’ ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου.
Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο.
Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμέ— νου του θείου Βασιλιά.
— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντα σου. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Πήγαινε.
Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε:
— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. Στο καλό.
Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Κ’. Συνετός Β’
Με το ασημένιο κουτί στο χέρι πήδηξε το Βασιλόπουλο στην άσπρη φοράδα, δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, και μαζί με τον Πολύκαρπο ανέβηκε στο παλάτι.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Μόνο εκείνους πια περίμεναν για να καθήσουν.
Το Βασιλόπουλο έτρεξε στον πατέρα του, γονάτισε μπροστά του και του έδωσε το ασημένιο κουτί.
— Πατέρα μου και Βασιλιά μου, είπε με συγκίνηση, σου πήρα το στέμμα σου μια μέρα που το έθνος ζητούσε απ’ όλους μας θυσίες. Σήμερα το έθνος σηκώνει κεφάλι, έγινε δυνατό, και με τη δύναμη του επιβάλλει σεβασμό στους εχθρούς. Πάρε πίσω το στέμμα σου, Βασιλιά μου και πατέρα μου, το έθνος σου το χαρίζει.
Ο Βασιλιάς σήκωσε το σκέπασμα, και, βλέποντας τη θαυμάσια κορώνα με τα πολύτιμα της πετράδια, έμεινε ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό.
— Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; ρώτησε στο τέλος.
— Είναι το δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, που ζητά τη φιλία μας και θέλει τη συμμαχία μας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
Ο Βασιλιάς τότε σηκώθηκε, πήρε την κορώνα μέσα από το κουτί και την έβαλε στο κεφάλι του γιου του.