— Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.
Ξαπλωμένο σ’ ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.
— Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.
Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ’ ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.
Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.
Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.
— Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;
— Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.
— Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.
Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.
— Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.
Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.
— Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.
Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.
Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.
— Κρίμα!.. Κρίμα!.. Κρίμα!..
Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;
Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.
Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.
— Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!
Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ’ ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα.
Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ’ αδέλφια.
— Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.
Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.
— Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;
Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.
— Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ’ αυτά καλύτερα και από μένα.
Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.
— Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;
Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:
— Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν’ αφήνει τον τόπο του.
Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.
— Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.
— Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
— Και γιατί φύγατε;
— Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ’ ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.
— Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!
— Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.
— Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.
— Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…
— Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη.
— Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.
Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.
— Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.
— Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.
— Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.
— Τι έχω;
— Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.
Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:
— Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;
— Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.
— Μα πώς! Πώς!
— Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ’ όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!.. Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.