Выбрать главу

Τ’ αδέλφια κάθησαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους.

Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.

— Τι μου καθήσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.

— Σ’ ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί.

— Βέβαια μ’ ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ’ αρέσουν οι ζητιάνοι.

— Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.

Ο άνθρωπος θύμωσε.

— Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Του φάνηκε σα ν’ άκουσε ομιλίες.

Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ’ ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα.

— Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος.

— Όχι βέβαια! Κουτός είμαι ‘γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ!

— Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει.

— Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια.

— Όλα αυτά τα βρήκες μαζί;

— Όχι. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το ‘βαλα στα πόδια. Τ’ άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. Δεν είναι ωραίο;

— Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη;

— Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ’ ωρολόγι και δυο ασημένια τάληρα. Δε μου λες μπράβο;

— Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ’ μου τα τάληρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. Σου αξίζει!

Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο.

— Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

— Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.

— Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;

— Όχι!

— Γιατί είναι κλεφταποδόχος, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!

— Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα.

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.

— Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.

— Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.

— Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο.

— Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ’ έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.

— Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα.

— Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει.

Και τους εξήγησε πως απ’ έξω έγραφε:

«Σχολείο του Κράτους»

— Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:

— Λείπουν αυτή την ώρα.

— Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.

— Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:

— Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ’ έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!