»Κι αυτό να το θυμάσαι! Γιατί τώρα ορκίστηκες στην υπηρεσία του. Δεν ξέρω πώς σου μπήκε στο μυαλό ή στην καρδιά να το κάνεις. Αλλά ήταν καλοκαμωμένο. Δεν το εμπόδισα, γιατί κάθε γενναιόδωρη πράξη δεν πρέπει να εμποδίζεται από ψυχρές συμβουλές. Του άγγιξε την καρδιά, καθώς επίσης (μπορώ να πω) και την καλή του διάθεση. Τουλάχιστον είσαι ελεύθερος τώρα να περιφέρεσαι όπως θέλεις στη Μίνας Τίριθ – όταν δεν έχεις υπηρεσία. Γιατί υπάρχει και η άλλη όψη. Βρίσκεσαι κάτω απ’ τις διαταγές του· και δε θα το ξεχάσει. Μην πάψεις να έχεις το νου σου!
Σώπασε κι αναστέναξε.
– Ε, δεν υπάρχει ανάγκη να πολυσκεπτόμαστε τι μπορεί να φέρει το αύριο. Γιατί το αύριο σίγουρα θα φέρει χειρότερα από το σήμερα, για πολλές μέρες ακόμα. Και δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να μπορώ να κάνω για να βοηθήσω την κατάσταση. Η σκακιέρα είναι έτοιμη και τα πιόνια κινούνται. Ένα πιόνι, που πολύ επιθυμώ να βρω, είναι ο Φαραμίρ, ο διάδοχος τώρα του Ντένεθορ. Δε νομίζω πως βρίσκεται στην Πόλη· αλλά δεν είχα καιρό να συγκεντρώσω πληροφορίες. Πρέπει να φύγω, Πίπιν. Πρέπει να πάω στο συμβούλιο των αρχόντων του και να μάθω ό,τι μπορώ. Αλλά η κίνηση είναι του Εχθρού και ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το παιγνίδι για τα καλά. Και τα μικρά πιόνια έχουν πιθανότητες να δουν τόσα, όσα και τα μεγάλα, Πέρεγκριν γιε του Πάλαντιν, στρατιώτη της Γκόντορ. Ακόνισε τη λεπίδα σου! Ο Γκάνταλφ πήγε στην πόρτα κι εκεί στράφηκε.
– Βιάζομαι, Πίπιν, είπε. Κάνε μου μια χάρη, όταν θα βγεις έξω. Ακόμα και πριν ξεκουραστείς, αν δεν είσαι πολύ κουρασμένος. Πήγαινε και βρες τον Ίσκιο και δες πού τον έχουν βάλει. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα ζώα, γιατί είναι καλός και σοφός λαός, αλλά, από άλλους, έχουν λιγότερες γνώσεις γύρω από τα άλογα.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ βγήκε· και την ώρα που έβγαινε, ακούστηκε μία καθαρή γλυκιά καμπάνα να χτυπάει σ’ έναν πυργίσκο του κάστρου. Χτύπησε τρεις φορές, με ήχο ασημένιο, και σταμάτησε: ήταν η τρίτη ώρα απ’ την ανατολή του ήλιου.
Ύστερα από ένα λεπτό ο Πίπιν βγήκε στην πόρτα, κατέβηκε τη σκάλα και κοίταξε έξω στο δρόμο. Ο ήλιος τώρα έλαμπε ζωηρός και ζεστός και οι πύργοι και τα ψηλά σπίτια έριχναν μακρουλούς έντονους ίσκιους δυτικά. Ψηλά στο γαλανό αέρα το Βουνό Μιντολούιν σήκωνε την άσπρη περικεφαλαία του και το χιονισμένο μανδύα του. Οπλισμένοι άντρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους της Πόλης, λες και με το χτύπημα της ώρας να πήγαιναν ν’ αλλάξουν φρουρά.
– Εννέα η ώρα θα λέγαμε στο Σάιρ, μονολόγησε φωναχτά ο Πίπιν. Ώρα ακριβώς για ένα ωραίο πρωινό πλάι στο ανοιχτό παράθυρο μ’ ανοιξιάτικη λιακάδα. Και πώς θα ’θελα πρωινό! Τρώνε ποτέ πρωινό τούτοι οι άνθρωποι ή τελείωσαν; Και πότε γευματίζουν και πού;
Σε λίγο πρόσεξε έναν άντρα, ντυμένο στα μαυρόασπρα, να προχωράει στο στενό δρομάκι προς το μέρος του από το κέντρο του κάστρου. Ο Πίπιν ένιωθε μοναξιά και αποφάσισε να του μιλήσει καθώς θα περνούσε· αλλά δε χρειάστηκε. Ο άνθρωπος ήρθε ίσια πάνω του.
– Είσαι ο Πέρεγκριν το Ανθρωπάκι; είπε. Μου είπαν ότι ορκίστηκες στην υπηρεσία του Άρχοντα της Πόλης. Καλώς ήρθες! – άπλωσε το χέρι του κι ο Πίπιν του το ’σφιξε. Με λένε Μπέρεγκοντ γιο του Μπάρανορ. Δεν είμαι υπηρεσία σήμερα το πρωί και μ’ έστειλαν να σε μάθω τα συνθήματα και να σου πω μερικά από τα πολλά, που σίγουρα θα θέλεις να μάθεις. Αλλά κι εγώ θα ήθελα να μάθω για σένα. Γιατί ποτέ ως τώρα δεν έχουμε δει ανθρωπάκι σ’ αυτόν τον τόπο και, αν και τα ’χουμε ακουστά, λίγα αναφέρονται γι’ αυτά σ’ όλες τις γνωστές ιστορίες. Κι επιπλέον είσαι φίλος του Μιθραντίρ. Τον ξέρεις καλά;
– Λοιπον, είπε ο Πίπιν, ξέρω σχετικά μ’ αυτόν σ’ όλη μου τη σύντομη ζωή, μπορεί να πει κανείς· και τώρα τελευταία έχω ταξιδέψει μακριά μαζί του. Όμως, υπάρχουν πολλά για διάβασμα σ’ αυτό το βιβλίο κι εγώ δεν μπορώ να πω πως έχω δει παραπάνω από μια δυο σελίδες. Μπορεί όμως και να τον ξέρω τόσο καλά, όσο ο καθένας εκτός από ελάχιστους. Ο Άραγκορν ήταν ο μόνος της Ομάδας μας, νομίζω, που τον ήξερε πραγματικά.
– Ο Άραγκορν; είπε ο Μπέρεγκοντ, Ποιος είναι αυτός;
– Οχ, κόμπιασε ο Πίπιν, ήταν ένας άνθρωπος που ταξίδευε μαζί μας. Νομίζω πως είναι στο Ρόαν τώρα.
– Μαθαίνω πως ήσουνα στο Ρόαν. Πολλά θα ’θελα να σε ρωτήσω και γι’ αυτή τη χώρα· γιατί τις περισσότερες από τις λιγοστές ελπίδες που έχουμε τις στηρίζουμε στο λαό της. Ξεχνώ όμως τις υποχρεώσεις μου, ότι εγώ οφείλω πρώτα να δώσω απάντηση σε ό,τι με ρωτήσεις. Τι θα ’θελες να μάθεις, κύριε Πέρεγκριν;
– Εε, να, λοιπόν, είπε ο Πίπιν, αν τολμώ να το πω, η ερώτηση που με καίει για την ώρα είναι, να, τι γίνεται με το πρωινό φαγητό και τα σχετικά; Θέλω να πω, ποιες είναι οι ώρες των γευμάτων, αν με καταλαβαίνεις και πού είναι η τραπεζαρία, αν υπάρχει; Και τα πανδοχεία; Κοίταξα, αλλά δεν μπόρεσα να δω ούτε ένα καθώς ανεβαίναμε, αν και με στύλωνε η ελπίδα μιας γουλιάς μπίρας σα θα φτάναμε στα σπίτια των σοφών κι ευγενικών ανθρώπων.