Ο Μπέρεγκοντ τον κοίταξε σοβαρά.
– Βλέπω, είσαι παλιός πολεμιστής, είπε. Λένε πως όσοι πάνε μακριά στον πόλεμο πάντα σκέφτονται μ’ ελπίδα το επόμενο φαγοπότι· αν κι εγώ δεν είμαι ταξιδεμένος. Δηλαδή δεν έχεις ακόμα φάει σήμερα;
– Λοιπόν, ναι, για να λέω την αλήθεια, ναι, είπε ο Πίπιν. Αλλά μόνο μια κούπα κρασί κι ένα δυο άσπρα κέικ που μας πρόσφερε η ευγένεια του άρχοντά σας· αλλά ύστερα με τρέλανε μία ώρα στις ερωτήσεις κι αυτό είναι δουλειά που φέρνει πείνα.
Ο Μπέρεγκοντ γέλασε.
– Στο τραπέζι οι μικρόσωμοι άντρες μπορεί να καταφέρουν περισσότερα, λένε. Όμως τάισες την πείνα σου όσο κι ο κάθε άντρας στο κάστρο, και με μεγαλύτερες τιμές. Αυτό εδώ είναι φρούριο και πύργος φρουράς και τώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Σηκω-νόμαστε πριν βγει ο Ήλιος και τρώμε μια μπουκιά στο γκρίζο φως και πάμε στις υπηρεσίες μας την πρώτη ώρα. Μην απελπίζεσαι όμως! -γέλασε ξανά, βλέποντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Πίπιν. Όσοι έχουν βαριά υπηρεσία τρώνε κάτι για να στυλωθούν κατά τις δέκα. Ύστερα τρώμε ελαφρά το μεσημέρι, ή αργότερα, ανάλογα με τις υπηρεσίες μας· και οι άντρες συγκεντρώνονται για το κυρίως γεύμα της μέρας, με όσο κέφι υπάρχει ακόμα, κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος.
»Έλα! Θα περπατήσουμε λιγάκι και ύστερα θα πάμε να βρούμε τίποτα για κολατσιό και θα το φάμε στην έπαλξη, επιθεωρώντας το όμορφο πρωινό.
– Μια στιγμή, είπε ο Πίπιν κοκκινίζοντας. Η λαιμαργία ή η πείνα μου, με την άδειά σου, μ’ έκαναν να το ξεχάσω. Αλλά ο Γκάνταλφ, ο Μιθραντίρ όπως τον λες, μου ζήτησε να φροντίσω το άλογό του — τον Ίσκιο, ένα σπουδαίο άτι του Ρόαν, το πιο αγαπημένο του βασιλιά, μου έχουν πει, αν και το έχει δώσει στο Μιθραντίρ για τις υπηρεσίες του. Νομίζω πως ο καινούριος αφέντης του το αγαπάει αυτό το ζώο περισσότερο από πολλούς ανθρώπους και, αν η καλή του διάθεση είναι κάτι που εκτιμάτε σ’ αυτή την πόλη, θα πρέπει να φέρνεστε στον Ίσκιο με κάθε τιμή: με μεγαλύτερη καλοσύνη απ’ ό,τι έχετε φερθεί σε τούτον εδώ το χόμπιτ, αν είναι δυνατό.
– Χόμπιτ; είπε ο Μπέρεγκοντ.
– Έτσι ονομάζουμε τους εαυτούς μας, είπε ο Πίπιν.
– Χαίρομαι που το μαθαίνω, είπε ο Μπέρεγκοντ, γιατί τώρα μπορώ να πω πως η διαφορετική προφορά δε χαλάει τα ευγενικά λόγια και οι χόμπιτ είναι γλυκομίλητος λαός. Έλα, όμως! Πάμε να με γνωρίσεις σ’ αυτό το καλό άλογο. Αγαπώ τα ζώα και σπάνια τα βλέπουμε σ’ αυτή την πέτρινη πόλη· γιατί η οικογένειά μου προερχόταν από τις βουνοκοιλάδες και πιο μπροστά από το Ιθίλιεν. Αλλά μη φοβάσαι! Η επίσκεψη θα είναι σύντομη, επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο και ύστερα θα κάμε στην τραπεζαρία.
Ο Πίπιν Βρήκε τον Ίσκιο καλοσταβλισμένο και περιποιημένο. Για-[ί στον έκτο κύκλο, έξω από τα τείχη του κάστρου, είχε κάτι καλούς στάβλους που στάβλιζαν λίγα γρήγορα άλογα, πολύ κοντά στα καταλύματα των αγγελιαφόρων του Άρχοντα: αγγελιαφόρων πάντα έτοιμων να ξεκινήσουν με τις επείγουσες διαταγές του Ντένεθορ και των ανώτερων αξιωματικών του. Τώρα όμως όλα τα άλογα και οι καβαλάρηδες βρίσκονταν έξω μακριά.
Ο Ίσκιος χρεμέτισε μόλις μπήκε ο Πίπιν στο στάβλο και γύρισε το κεφάλι του.
– Καλημέρα! είπε ο Πίπιν. Ο Γκάνταλφ θα έρθει όσο πιο γρήγορα μπορέσει. Είναι απασχολημένος, αλλά σου στέλνει χαιρετίσματα και στέλνει εμένα να δω αν όλα είναι εντάξει· κι ελπίζω να ξεκουράζεσαι, ύστερα από τους μεγάλους κόπους σου.
Ο Ίσκιος τίναξε το κεφάλι του και χτύπησε τα πόδια του. Αλλά άφησε τον Μπέρεγκοντ να του πιάσει μαλακά το κεφάλι και να του χαϊδέψει τα μεγάλα του λαγόνια.
– Φαίνεται λες κι είναι έτοιμος για αγώνα δρόμου κι όχι πως μόλις κόρα έχει έρθει από μεγάλο ταξίδι, είπε ο Μπέρεγκοντ. Πόσο δυνατός και περήφανος είναι! Πού είναι τα χάμουρα του; Θα πρέπει να είναι πλούσια κι όμορφα.
– Κανένα δεν είναι αρκετά πλούσιο και ωραίο γι’ αυτόν, είπε ο Πίπιν. Δε δέχεται τίποτα. Αν συγκατατεθεί να σε πάρει πάνω του, θα σε πάρει· κι αν όχι, τότε, ούτε γκέμι ούτε χαλινάρι ούτε μαστίγιο ούτε λουρί δεν τον ημερεύουν. Γεια σου, Ίσκιε! Κάνε υπομονή. Η μάχη πλησιάζει.
Ο Ίσκιος σήκωσε ψηλά το κεφάλι του κι άφησε ένα τέτοιο χλιμίντρισμα, που σείστηκε ο στάβλος κι εκείνοι έκλεισαν τ’ αυτιά τους. Ύστερα έφυγαν, βλέποντας πως το παχνί του ήταν καλά γεμάτο.
– Και τώρα για το δικό μας το παχνί, είπε ο Μπέρεγκοντ.
Και οδήγησε τον Πίπιν πίσω στο κάστρο κι από εκεί σε μια πόρτα στη βορινή πλευρά του μεγάλου πύργου. Εκεί κατέβηκαν μια δροσερή σκάλα και βρέθηκαν σε ένα φαρδύ διάδρομο φωτισμένο με λάμπες. Είχε παραθυράκια στους τοίχους κι ένα από αυτά ήταν ανοιχτό.