Выбрать главу

– Εδώ είναι το κελάρι και η τραπεζαρία της μονάδας μου της Φρουράς, είπε ο Μπέρεγκοντ. Γεια σου, Τάργκον! φώναξε απ’ το παραθυράκι. Είναι νωρίς ακόμα, αλλά έχω εδώ ένα νεοφερμένο που πήρε στην υπηρεσία του ο Άρχοντας. Έχει ταξιδέψει πολύ και μακριά με το ζωνάρι του σφιγμένο και είχε σκληρή δουλειά το πρωί και είναι πεινασμένος. Δώσ’ μας ό,τι έχεις!

Από εκεί πήραν ψωμί, βούτυρο, τυρί και μήλα, τα τελευταία από πέρυσι, ζαρωμένα αλλά γερά και γλυκά· και ένα δερμάτινο φλασκί φρέσκια μπίρα και ξύλινα πιάτα και κούπες. Τα έβαλαν όλα σε ένα καλάθι και ξαναβγήκαν στον ήλιο· και ο Μπέρεγκοντ πήγε τον Πίπιν σε ένα μέρος στην ανατολική άκρη των μεγάλων προτεταμένων επάλξεων, όπου είχε μια εσοχή στα τείχη, με ένα πέτρινο παγκάκι κάτω από το περβάζι. Από εκεί μπορούσαν ν’ αγναντεύουν το πρωινό στον κόσμο.

Έφαγαν και ήπιαν και πότε μιλούσαν για την Γκόντορ και τα ήθη και έθιμά της και πότε για το Σάιρ και τις παράξενες χώρες που ο Πίπιν είχε δει. Κι όσο κουβέντιαζαν, τόσο ο Μπέρεγκοντ θαύμαζε και κοίταζε με μεγαλύτερη κατάπληξη το χόμπιτ, που κουνούσε πέρα δώθε τα κοντά του πόδια, όπως καθόταν στο παγκάκι, ή στεκόταν στα νύχια πάνω του για να μπορέσει να δει απ’ το περβάζι την περιοχή κάτω.

– Δε σου το κρύβω, κύριε Πέρεγκριν, είπε ο Μπέρεγκοντ, πως στα μάτια μας φαίνεσαι σαν ένα από τα παιδιά μας, ένας πιτσιρίκος εννιά περίπου χρονών κι όμως, έχεις περάσει κινδύνους κι έχεις δει πράγματα θαυμαστά που ελάχιστοι απ’ τους δικούς μας ασπρομάλληδες μπορούν να τα παινευτούν. Νόμιζα πως ήταν παραξενιά του Άρχοντά μας να αποκτήσει ένα νεαρό ακόλουθο, όπως, λέει, έκαναν οι βασιλιάδες παλιά. Αλλά βλέπω πως δεν είναι έτσι και θα πρέπει να μου συγχωρέσεις την ανοησία μου.

– Σε συγχωρώ, είπε ο Πίπιν. Αν και δεν πέφτεις και πολύ έξω. Για το λαό μου δεν είμαι ακόμα τίποτα περισσότερο από παιδί και θέλω ακόμα τέσσερα χρόνια για να «ενηλικιωθώ», όπως λέμε στο Σάιρ. Αλλά μη νοιάζεσαι για μένα. Έλα να δεις και να μου πεις τι είναι αυτά που βλέπω.

Ο ήλιος ψήλωνε τώρα και οι ομίχλες στην κοιλάδα κάτω είχαν διαλυθεί. Τα τελευταία απομεινάρια έφευγαν φτερωτά, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, σαν μικρά άσπρα συννεφάκια, που τα έπαιρνε η αύρα που όλο και δυνάμωνε από την Ανατολή και τώρα αναδίπλωνε και τραβούσε τις σημαίες και τα άσπρα λάβαρα του κάστρου. Κάτω μακριά, στο βάθος της κοιλάδας, κάπου πέντε λεύγες με το μάτι, φαινόταν τώρα ο Μεγάλος Ποταμός γκρίζος και γυαλιστερός, να έρχεται από βορειοδυτικά και να στρίβει μεγαλόπρεπα νότια και δυτικά ξανά, μέχρι που έσβηνε σε μια θαμπή γυαλάδα, που μετά απ’ αυτή βρισκόταν η θάλασσα πενήντα λεύγες μακριά.

Ο Πίπιν μπορούσε να δει όλο το Πέλενορ απλωμένο μπροστά του, με υποστατικά και μικρά τοιχάκια, αχυρώνες και στάβλους, αλλά πουθενά δεν έβλεπε αγελάδες ή άλλα ζώα. Πολλοί δρόμοι και δρομάκια διασχίζανε τα πράσινα χωράφια και πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν: σειρές κάρα έρχονταν κατά τη Μεγάλη Πύλη κι άλλα έβγαιναν έξω. Πότε πότε κάποιος καβαλάρης έφτανε, πηδούσε από τη σέλα και έμπαινε στην Πόλη βιαστικά. Αλλά η περισσότερη κίνηση ήταν προς τα έξω, στην κεντρική λεωφόρο, που έστριβε νότια και ύστερα έστριβε γρηγορότερα απ’ τον Ποταμό, περιέτρεχε τους λόφους και σύντομα χανόταν από τα μάτια. Ήταν πλατιά και καλοστρωμένη και κατά μήκος της ανατολικής της πλευράς είχε ένα φαρδύ δρόμο γι’ άλογα και πλάι του έναν τοίχο. Στο μονοπάτι για τα άλογα ιππείς πηγαινοέρχονταν καλπάζοντας, αλλά όλη η λεωφόρος έμοιαζε να είναι πνιγμένη από μεγάλα σκεπαστά αμάξια που έφευγαν νότια. Γρήγορα όμως ο Πίπιν είδε πως όλα είχαν στην πραγματικότητα μεγάλη τάξη. Τα αμάξια κυκλοφορούσαν σε τρεις λωρίδες: η μία πιο γρήγορη για τα αμάξια που έσερναν άλογα· μία άλλη πιο αργή, από μεγάλες άμαξες σκεπασμένες με όμορφες, πολύχρωμες τέντες, που τις έσερναν βόδια· και στη δυτική άκρη του δρόμου πολλά μικρότερα κάρα που τα έσερναν αργά άνθρωποι.

— Αυτός είναι ο δρόμος που πηγαίνει στις κοιλάδες του Τουμλάντεν και του Λόσαρναχ και στα ορεινά χωριά και φτάνει ως το Λέμπενιν, είπε ο Μπέρεγκοντ. Εκεί πάνε τα τελευταία αμάξια που μεταφέρουν σε ασφάλεια τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και τις γυναίκες που πρέπει να κάνε μαζί τους. Πρέπει όλοι να έχουν απομακρυνθεί από την Πύλη και να έχουν αδειάσει το δρόμο σε απόσταση μιας λεύγας πριν το μεσημέρι: αυτή ήταν η διαταγή. Θλιβερή ανάγκη – αναστέναξε. Ελάχιστοι, ίσως, απ’ αυτούς που χωρίζουν τώρα θα ανταμώσουν ξανά. Και πάντα είχε πολύ λίγα παιδιά σ’ αυτή την πόλη· αλλά τώρα δεν έχει καθόλου – εκτός από μερικούς νεαρούς που δεν ήθελαν να φύγουν και μπορεί να βρουν να κάνουν κάτι; ο γιος μου είναι ένας απ’ αυτούς.