»Όμως, κύριε Πέρεγκριν, σ’ εμάς πέφτει η μεγάλη τιμή: πάντα εμείς αντιμετωπίζουμε πρώτοι το κυρίως μίσος του Μαύρου Άρχοντα, γιατί αυτό το μίσος έρχεται από τα βάθη των αιώνων και μέσα από τα βάθη της Θάλασσας. Εδώ το σφυροκόπημα θα πέσει σκληρότερο. Και γι’ αυτόν το λόγο ήρθε εδώ ο Μιθραντίρ με τόση βιασύνη. Γιατί, αν πέσουμε εμείς, ποιος θα σταθεί; Και, κύριε Πέρεγκριν, βλέπεις να έχουμε ελπίδες να σταθούμε;
Ο Πίπιν δεν απάντησε. Κοίταξε τα θεόρατα τείχη και τους πύργους και λαμπρά λάβαρα, τον ήλιο ψηλά στον ουρανό κι ύστερα τη σκοτεινιά που μαζευόταν στην Ανατολή κι αναλογίστηκε τα μακριά δάχτυλα εκείνης της Σκιάς: τους ορκ στα δάση και στα βουνά, την προδοσία του Ίσενγκαρντ, τα πουλιά με το κακό μάτι, τους Μαύρους Καβαλάρηδες ακόμα και στα δρομάκια του Σάιρ – και το φτερωτό τρόμο, τους Νάζγκουλ. Ανατρίχιασε και η ελπίδα φάνηκε να μαραίνεται. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο ήλιος για ένα δευτερόλεπτο δίστασε και σκοτείνιασε, λες κι ένα μαύρο πουλί να ’χε περάσει μπροστά του. Κι απόμακρα νόμισε πως μόλις άκουσε, ψηλά και πολύ μακριά στα ουράνια ένα κράξιμο· ξέθωρο, αλλά που έκοβε τη χολή, σκληρό και παγωμένο. Πάνιασε και μαζεύτηκε κοντά στον τοίχο.
– Τι ήταν αυτό; ρώτησε ο Μπέρεγκοντ. Ένιωσες κι εσύ κάτι;
– Ναι, μουρμούρισε ο Πίπιν. Είναι το σημάδι της πτώσης μας και η σκιά του πεπρωμένου, ένας Απαίσιος Καβαλάρης στον αέρα.
– Ναι, η σκιά του πεπρωμένου, είπε ο Μπέρεγκοντ. Φοβάμαι πως η Μίνας Τίριθ θα πέσει. Έρχεται νύχτα. Μου φαίνεται πως έχουν κλέψει την ίδια τη ζεστασιά από το αίμα μου.
Για λίγη ώρα κάθισαν μαζί με σκυμμένα τα κεφάλια δίχως να μιλούν. Ύστερα απότομα ο Πίπιν κοίταξε ψηλά και είδε πως ο ήλιος έλαμπε ακόμα και οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν στ’ αεράκι. Τινάχτηκε.
– Πέρασε, είπε. Όχι, η καρδιά μου δεν απελπίζεται ακόμα. Ο Γκάνταλφ έπεσε, αλλά έχει γυρίσει και βρίσκεται μαζί μας. Μπορεί να σταθούμε, έστω και στο ένα πόδι, ή τουλάχιστο να μείνουμε στα γόνατα ακόμα.
– Σωστά μίλησες! φώναξε ο Μπέρεγκοντ και σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται. Όχι, αν κι όλα πρέπει να φτάσουν στο τέλος τους με τον καιρό, η Γκόντορ δε θα χαθεί ακόμα. Όχι, ακόμα κι αν τα τείχη τα πάρει απόκοτος εχθρός που θα φτιάξει λόφο τα πτώματα μπροστά τους. Υπάρχουν ακόμα κι άλλα λημέρια, και μυστικά περάσματα για να ξεφύγουμε στα βουνά. Η ελπίδα και οι αναμνήσεις θα εξακολουθήσουν να ζουν σε κάποια κρυφή κοιλάδα που το χορτάρι είναι πράσινο.
– Πάντως, εγώ θα ’θελα να είχαν όλα τελειώσει καλά ή άσχημα, είπε ο Πίπιν. Δεν είμαι καθόλου πολεμιστής και δε μ’ αρέσει να σκέπτομαι μάχες· αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι η αναμονή πριν από μία που δεν μπορώ ν’ αποφύγω. Πόσο ατέλειωτη φαίνεται κιόλας η μέρα! Θα ήμουν πιο ευχαριστημένος, αν δεν ήμαστε υποχρεωμένοι να καθόμαστε και να παρακολουθούμε, δίχως να χτυπάμε πουθενά πρώτοι. Σπαθιά δε θα ’χε πέσει στο Ρόαν, νομίζω, αν δεν ήταν ο Γκάνταλφ.
– Α, εδώ βάζεις το δάχτυλό σου στην πληγή που πολλοί νιώθουν! είπε ο Μπέρεγκοντ. Αλλά τα πράγματα μπορεί ν’ αλλάξουν, όταν γυρίσει ο Φαραμίρ. Είναι τολμηρός, πιο τολμηρός απ’ ό,τι νομίζουν πολλοί· γιατί στις μέρες μας οι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως ένας καπετάνιος μπορεί να είναι σοφός και διαβασμένος στις παραδόσεις και στα τραγούδια, όπως είναι αυτός, κι όμως να είναι σκληραγωγημένος άντρας, με γρήγορη κρίση την ώρα της μάχης. Τέτοιος, όμως, είναι ο Φαραμίρ. Λιγότερο απόκοτος και ανυπόμονος από τον Μπορομίρ, όχι όμως λιγότερο αποφασιστικός. Όμως, τι μπορεί στ’ αλήθεια να κάνει; Δεν μπορούμε να επιτεθούμε στα βουνά της... της χώρας εκεί πέρα. Το χέρι μας έχει κοντύνει και δεν μπορούμε να χτυπήσουμε, εκτός κι αν ο εχθρός πλησιάσει. Τότε όμως το χέρι μας πρέπει να ’ναι βαρύ! – χτύπησε τη λαβή του σπαθιού του.
Ο Πίπιν τον κοίταξε: ψηλός, περήφανος και αρχοντικός, όπως όλοι οι άντρες που είχε δει ως τώρα σ’ αυτή τη χώρα· και τα μάτια του άστραφταν καθώς σκεφτόταν τη μάχη.
«Αλίμονο! το δικό μου χέρι είναι ελαφρό σαν το πούπουλο», σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Πιόνι, είπε ο Γκάνταλφ; Μπορεί· αλλά σε λάθος σκακιέρα.»
Έτσι κουβέντιασαν ώσπου ο ήλιος μεσουράνησε και ξαφνικά χτύπησαν τα καμπανάκια του μεσημεριού και το κάστρο ζωντάνεψε· γιατί όλοι, εκτός από τους φρουρούς, πήγαιναν για φαγητό.
– Θέλεις να έρθεις μαζί μου; είπε ο Μπέρεγκοντ. Μπορείς να έρθεις μαζί μου για συσσίτιο σήμερα. Δεν ξέρω σε ποιο λόχο θα σε βάλουν ή μπορεί ο άρχοντας να σε κρατήσει κάτω απ’ τις διαταγές του. Πάντως θα είσαι ευπρόσδεκτος. Και καλό θα ’ναι να συναντήσεις όσο πιο πολλούς άντρες μπορείς, όσο υπάρχει ακόμα καιρός.