– Πολύ θα χαρώ να έρθω, είπε ο Πίπιν. Για να πούμε την αλήθεια, έχω μοναξιές. Άφησα τον καλύτερό μου φίλο στο Ρόαν και δεν έχω κανέναν να κουβεντιάσω και να αστειευτώ. Μήπως θα μπορούσα στ’ αλήθεια να καταταγώ στο λόχο σας; Είσαι ο λοχαγός; Αν είσαι, γίνεται να με πάρεις ή να μιλήσεις για μένα;
– Όχι, όχι, γέλασε ο Μπέρεγκοντ. Δεν είμαι λοχαγός. Ούτε έχω κανένα αξίωμα ή τίτλο. Δεν είμαι παρά ένας απλός στρατιώτης του Τρίτου Λόχου του Κάστρου. Όμως, κύριε Πέρεγκριν, και μόνο να είσαι απλός στρατιώτης της Φρουράς του Κάστρου της Γκόντορ θεωρείται πολύ σπουδαίο στην Πόλη και τέτοιοι άντρες είναι τιμημένοι στη χώρα.
– Τότε δεν είναι για κάτι σαν του λόγου μου, είπε ο Πίπιν. Πήγαινέ με πίσω στο δωμάτιό μας, κι αν ο Γκάνταλφ δεν είναι εκεί, θα έρθω μαζί σου, όπου θέλεις... σαν καλεσμένος σου.
Ο Γκάνταλφ δεν ήταν στο σπίτι ούτε είχε στείλει κανένα μήνυμα· έτσι ο Πίπιν πήγε με τον Μπέρεγκοντ, που τον σύστησε στους άντρες του Τρίτου Λόχου. Και κατά τα φαινόμενα ο Μπέρεγκοντ αποκόμισε τόση τιμή απ’ αυτό, όσο και ο καλεσμένος του, γιατί ο Πίπιν ήταν πολύ καλόδεχτος. Είχαν κιόλας γίνει πολλές κουβέντες στο κάστρο για το σύντροφο του Μιθραντίρ, που ήταν κλεισμένος τόση ώρα με τον Άρχοντα· και οι φήμες έλεγαν πως ένας Πρίγκιπας των Μικρούληδων είχε έρθει από το Βοριά να προσφέρει πίστη στην Γκόντορ και πέντε χιλιάδες σπαθιά. Και μερικοί έλεγαν πως, όταν οι Καβαλάρηδες έρχονταν από το Ρόαν, ο καθένας θα έφερνε πισωκάπουλα ένα ανθρωπάκι πολεμιστή, που μπορεί να ήταν μικρόσωμος, αλλά παλικάρι.
Αν και ο Πίπιν με λύπη του χρειάστηκε να διαψεύσει αυτή την ελπιδοφόρα διάδοση, δεν μπόρεσε ν’ απαλλαγεί απ’ το καινούριο του αξίωμα, που σίγουρα του ταίριαζε, πίστευαν οι άντρες, αφού ήταν φίλος του Μπορομίρ και τον είχε τιμήσει ο Άρχοντας Ντένεθορ· και τον ευχαρίστησαν που ήρθε κοντά τους και κρεμάστηκαν από τα λόγια και τις ιστορίες που έλεγε για χώρες μακρινές και του έδωσαν όσο φαγητό και μπίρα τραβούσε η καρδιά του. Στην πραγματικότητα, η μόνη του δυσκολία ήταν να είναι «προσεκτικός» σύμφωνα με τη συμβουλή του Γκάνταλφ και να μην αφήνει τη γλώσσα του να αλέθει ελεύθερα, όπως συνηθίζουν οι χόμπιτ όταν βρεθούν ανάμεσα σε φίλους.
Τέλος ο Μπέρεγκοντ σηκώθηκε.
– Σε αποχαιρετώ για την ώρα! είπε. Έχω υπηρεσία τώρα ως το ηλιοβασίλεμα, όπως κι όλοι οι άλλοι εδώ, νομίζω. Αλλά, αν έχεις μοναξιές, όπως λες, ίσως να ήθελες ένα χαρούμενο ξεναγό να σε γυρίσει στην Πόλη. Ο γιος μου ευχαρίστως θα ερχόταν μαζί σου. Είναι καλό παιδί, μπορώ να πω. Αν θέλεις, πήγαινε κάτω στο χαμηλότερο κύκλο και ζήτησε να σου δείξουν τον Παλιό Ξενώνα στο Ραθ Κελέρντεν, το Δρόμο των Φανοποιών. Θα τον βρεις εκεί μαζί με τ’ άλλα παιδιά που θα μείνουν στην Πόλη. Έχει πολλά πράγματα, που αξίζει να δει κανείς κάτω στη Μεγάλη Πύλη πριν κλείσει.
Βγήκε έξω και σε λίγο όλοι οι άλλοι ακολούθησαν. Η μέρα εξακολουθούσε να είναι καλή, αν και μάζευε πούσι κι έκανε ζέστη για Μάρτη μήνα, ακόμα και τόσο νότια. Ο Πίπιν ένιωσε νύστα, αλλά το δωμάτιό του φαινόταν άχαρο κι αποφάσισε να κατεβεί και να εξερευνήσει την Πόλη. Πήρε μερικές μπουκιές, που είχε φυλάξει για τον Ίσκιο, και που το άλογο δέχτηκε μ’ ευγένεια μόλο που δε φαινόταν να του λείπουν. Ύστερα κατηφόρισε από πολλούς στριφογυριστούς δρόμους.
Οι άνθρωποι τον χάζευαν καθώς περνούσε. Κατά πρόσωπο οι άνθρωποι ήταν σοβαροί κι ευγενικοί μαζί του και τον χαιρετούσαν με τον τρόπο της Γκόντορ, σκύβοντας το κεφάλι με τα χέρια στο στήθος· αλλά πίσω του άκουγε φωνές, καθώς όσοι ήταν έξω φώναζαν σε άλλους μέσα να έρθουν να δουν τον Πρίγκιπα των Μικρούληδων, το σύντροφο του Μιθραντίρ. Πολλοί χρησιμοποιούσαν μια άλλη γλώσσα, όχι την Κοινή, αλλά δεν άργησε να μάθει τουλάχιστον τι πήγαινε να πει η φράση Ernil i Pheriannath και ήξερε πως ο τίτλος του είχε κατέβει πριν απ’ αυτόν στην Πόλη.
Έφτασε, τέλος, περνώντας από πολλούς δρόμους με καμάρες και όμορφα δρομάκια και πεζοδρόμια στο χαμηλότερο και φαρδύτερο κύκλο κι εκεί του έδειξαν το δρόμο για την Οδό Φανοποιών, ένα φαρδύ δρόμο με κατεύθυνση τη Μεγάλη Πύλη. Εκεί βρήκε τον Παλιό Ξενώνα, ένα μεγάλο κτίριο από γκρίζα πολυκαιρινή πέτρα με δύο πτέρυγες που προχωρούσαν σε βάθος κι ανάμεσά τους ένα στενό παρτέρι πρασινάδα, που πίσω του βρισκόταν το σπίτι με τα πολλά παράθυρα που σε όλη του την πρόσοψη είχε μια βεράντα με κολόνες και μια σκάλα που κατέβαζε στο γρασίδι. Μερικά αγόρια έπαιζαν ανάμεσα στις κολόνες, τα μόνα παιδιά που είχε δει ο Πίπιν στη Μίνας Τίριθ και σταμάτησε για να τα δει. Σε λίγο ένα από αυτά τον πήρε είδηση και, με μια φωνή, πήδησε στην πρασινάδα κι έτρεξε στο δρόμο, με αρκετά άλλα πίσω του. Εκεί στάθηκε μπροστά στον Πίπιν και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.