– Χαιρετώ! είπε το αγόρι. Από πού έρχεσαι; Είσαι ξένος στην Πόλη.
– Ήμουν, είπε ο Πίπιν, αλλά λένε πως έχω γίνει άντρας της Γκόντορ.
– Έλα, τώρα, καημένε! είπε το αγόρι. Τότε όλοι εδώ είμαστε άντρες. Αλλά πόσο χρονών είσαι και πώς σε λένε; Είμαι κιόλας δέκα χρονών και γρήγορα θα φτάσω τα πέντε πόδια ύψος. Είμαι ψηλότερός σου. Όμως, βέβαια, ο πατέρας μου είναι Φρουρός απ’ τους πιο ψηλούς. Ο πατέρας σου τι είναι;
Ποια ερώτηση να απαντήσω πρώτη; είπε ο Πίπιν. Ο πατέρας μου καλλιεργεί τα χωράφια του στο Ασπροπήγαδο. κοντά στο Τούκμπορο στο Σάιρ. Είμαι σχεδόν είκοσι εννιά χρονών, άρα εδώ σε περνάω· μόλο που δεν είμαι παρά τέσσερα πόδια ύψος και δεν έχω πιθανότητες να ψηλώσω περισσότερο, εκτός σε φάρδος.
– Είκοσι εννιά! είπε το αγόρι και σφύριξε. Μωρέ, εσύ κοντεύεις γέρος! Όσο ο θείος μου ο Ιόρλας. Όμως, πρόσθεσε μ’ ελπίδα, πάω στοίχημα πως μπορώ να σε στήσω με το κεφάλι κάτω ή να σε ρίξω καταγής.
– Μπορεί, αν σ’ αφήσω, είπε ο Πίπιν γελώντας. Και μπορεί να κάνω κι εγώ τα ίδια σ’ εσένα: ξέρουμε κι εμείς κάτι κόλπα στο πάλεμα στη μικρή μου πατρίδα. Εκεί, μάλιστα, με θεωρούν πολύ μεγαλόσωμο και δυνατό· και δεν έχω αφήσει ποτέ κανένα να με στήσει με το κεφάλι κάτω. Γι’ αυτό, αν παλεύαμε και δε γινόταν τίποτε άλλο, μπορεί και να σε σκότωνα. Γιατί όταν μεγαλώσεις περισσότερο, θα μάθεις πως ο κόσμος δεν είναι πάντα αυτός που φαίνεται· και, αν κι εσύ μπορεί να με πέρασες για κανένα ξένο βουτυρόπαιδο, εύκολη λεία, σε προειδοποιώ πως δεν είμαι: είμαι ένας ανθρωπάκος, σκληρός, γενναίος και κακός!
Ο Πίπιν έκανε μια τέτοια άγρια γκριμάτσα, που το αγόρι έκανε ένα βήμα πίσω, αμέσως όμως ξαναγύρισε με σφιγμένες τις γροθιές και έτοιμος για μάχη.
– Όχι! γέλασε ο Πίπιν. Ούτε να πιστεύεις όσα λένε άγνωστοι για τον εαυτό τους. Δεν είμαι πολεμιστής. Αλλά θα ήταν οπωσδήποτε πιο ευγενικό αυτός που επιτίθεται να πει ποιος είναι.
Το αγόρι τεντώθηκε περήφανο.
– Είμαι ο Μπέργκιλ γιος του Μπέρεγκοντ της Φρουράς, είπε.
– Το φαντάστηκα, είπε ο Πίπιν, γιατί μοιάζεις του πατέρα σου. Γνωριζόμαστε και μ’ έστειλε να σε βρω.
– Τότε, γιατί δεν το ’πες αμέσως; είπε ο Μπέργκιλ και ξαφνικά μια έκφραση απελπισίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Μη μου πεις πως άλλαξε γνώμη και θα με διώξει με τα κορίτσια! Αλλά όχι, και τα τελευταία αμάξια έχουν φύγει.
– Η παραγγελία του είναι λιγότερο δυσάρεστη απ’ αυτό, αν όχι ευχάριστη, είπε ο Πίπιν. Λέει πως, αν το προτιμάς, αντί να με στήσεις με το κεφάλι κάτω, να με ξεναγήσεις ένα γύρο στην Πόλη για λίγο, για να ξαλαφρώσεις τη μοναξιά μου. Κι εγώ γι’ αντάλλαγμα μπορώ να σου πω μερικές ιστορίες για χώρες μακρινές.
Ο Μπέργκιλ χτύπησε τα χέρια και γέλασε ανακουφισμένος.
– Εντάξει, φώναξε. Έλα, λοιπόν! Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην Πύλη να χαζέψουμε. Θα πάμε τώρα.
– Τι γίνεται εκεί;
– Οι Καπεταναίοι από τις Επαρχίες πρόκειται να έρθουν από το Νότιο Δρόμο πριν πέσει ο Ήλιος. Έλα μαζί μας και θα δεις.
Ο Μπέργκιλ αποδείχτηκε καλός σύντροφος, η καλύτερη συντροφιά που είχε ο Πίπιν από τότε που χώρισε με το Μέρι και δεν άργησαν να γελούν και να κουβεντιάζουν εύθυμα καθώς προχωρούσαν στους δρόμους, αδιαφορώντας για τις ματιές που τους έριχνε ο κόσμος. Σε λίγο βρέθηκαν μέσα σ’ ένα πλήθος κόσμου που πήγαινε κατά τη Μεγάλη ΙΙύλη. Εκεί ο Πίπιν ανέβηκε πολύ στην εκτίμηση του Μπέργκιλ, γιατί, όταν είπε το όνομά του και το σύνθημα, ο φρουρός τον χαιρέτησε και τον άφησε να περάσει· και το κυριότερο, τον άφησε να πάρει και το σύντροφό του μαζί.
– Αυτό ήταν σπουδαίο! είπε ο Μπέργκιλ. Εμάς τα παιδιά δε μας αφήνουν πια να περνάμε την Πύλη χωρίς κάποιον μεγάλο μαζί. Τώρα θα βλέπουμε καλύτερα.
Έξω από την Πύλη ήταν μαζεμένο ένα πλήθος από άντρες στην άκρη του δρόμου και του μεγάλου πλακόστρωτου χώρου που αντάμωναν όλοι οι δρόμοι για τη Μίνας Τίριθ. Όλων τα μάτια κοίταζαν νότια και δεν άργησε ν’ ακουστεί ένα μουρμουρητό: «Να, σκόνη εκεί κάτω! Έρχονται!»
Ο Πίπιν κι ο Μπέργκιλ κατάφεραν και βγήκαν μπροστά μπροστά και περίμεναν. Ακούστηκαν βούκινα από μακριά κι ο θόρυβος απ’ τις ζητωκραυγές κύλησε να τα προϋπαντήσει σαν τον άνεμο που δυναμώνει. Ύστερα αντήχησε ένα δυνατό σάλπισμα και παντού ο κόσμος γύρω τους φώναζε:
– Φόρλονγκ! Φόρλονγκ!
Τους άκουσε ο Πίπιν να φωνάζουν.
– Τι λένε; ρώτησε.
Ήρθε ο Φόρλονγκ, απάντησε ο Μπέργκιλ· ο γερο-Φόρλονγκ ο Παχύς, ο Αρχοντας του Λόσαρναχ. Εκεί μένει ο παππούς μου. Ζήτω! Να τος. Ο καλός ο γερο-Φόρλονγκ!
Επικεφαλής της γραμμής έφτασε βαδίζοντας ένα μεγάλο γεροδεμένο άλογο και πάνω του καθόταν ένας άντρας με φαρδιούς ώμους και τεράστια περιφέρεια· ήταν γέρος, με γκρίζα γενειάδα, φορούσε όμως πανοπλία και μαύρο κράνος και κρατούσε ένα μακρύ, βαρϋ κοντάρι. Πίσω του προχωρούσε περήφανα μια σκονισμένη σειρά από άντρες, καλά οπλισμένοι και κρατώντας μεγάλα πολεμικά τσεκούρια· είχαν όψη αγριωπή κι ήταν πιο κοντοί και κάπως πιο μελαχρινοί από τους άντρες που είχε ως τώρα δει ο Πίπιν στην Γκόντορ.