Выбрать главу

– Φόρλονγκ! φώναζαν οι άντρες. Πιστή καρδιά, πραγματικέ φίλε! Φόρλονγκ!

Αλλά όταν οι άντρες του Λόσαρναχ πέρασαν, μουρμούριζαν: – Τόσο λίγοι! Τι είναι διακόσιοι; Περιμέναμε δέκα φορές περισσότερους. Φταίνε τα νέα για το μαύρο στόλο. Δε στέλνουν παρά το δέκατο από τη δύναμή τους. Πάντως και το λίγο κέρδος είναι.

Κι έτσι έρχονταν οι λόχοι και τους χαιρετούσαν και τους ζητωκραύγαζαν και περνούσαν από την Πύλη, άντρες από τις Επαρχίες που έφταναν για να υπερασπιστούν την Πόλη της Γκόντορ σε ώρα σκοτεινή· πάντα όμως πολύ λίγοι, πάντοτε λιγότεροι απ’ όσο περίμενε η ελπίδα ή ζητούσε η ανάγκη. Οι άντρες της Κοιλάδας του Ρίνγκλο πίσω από το γιο του άρχοντά τους, τον Ντεβόριν, πεζή: τριακόσιοι. Από τα οροπέδια του Μόρθοντ, τη Μεγάλη κοιλάδα του Μαυρόπηγου, ο ψηλός Ντουίνχιρ με τους γιους του, Ντουίλιν και Ντερούφιν, και πεντακόσιους τοξότες. Από το Άνφαλας, το Λάνγκστραντ μακριά, μια μεγάλη σειρά άντρες όλων των ειδών, κυνηγοί και Βοσκοί και άντρες από μικρά χωριά, όχι καλά οπλισμένοι εκτός από τη συνοδεία του Γκολάσγκιλ του άρχοντά τους. Από το Λάμεντον, λίγοι αγριωποί βουνίσιοι χωρίς αρχηγό. Ψαράδες από το Έθιρ, καμιά εκατοστή περίπου που μπορούσαν να τους διαθέσουν από τα πλοία. Ο Χιρλούιν ο Ωραίος από τους Πράσινους Λόφους του Πίναθ Γκέλιν με τριακόσια πρασινοντυμένα παλικάρια. Και τελευταίος και πιο περήφανος, ο Ιμραχίλ, ο Πρίγκιπας του Ντολ Άμροθ, συγγενής του Άρχοντα, με χρυσοκέντητες σημαίες που είχαν το θυρεό του, το Πλοίο και τον Ασημένιο Κύκνο, με ένα λόχο ιππότες με πλήρη εξάρτυση καβάλα σε γκρίζα άλογα· και πίσω τους εφτακόσιοι πολεμιστές, ψηλοί σαν άρχοντες, με γκρίζα μάτια και μαύρα μαλλιά, που τραγουδούσαν καθώς έρχονταν.

Κι αυτό ήταν όλο, λιγότερο από τρεις χιλιάδες όλοι κι όλοι. Δε θα έρχονταν άλλοι. Οι φωνές τους και το ρυθμικό χτύπημα των ποδιών τους πέρασαν στην Πόλη και έσβησαν. Ο κόσμος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ο αέρας ήταν γεμάτος σκόνη, γιατί είχε πέσει ο άνεμος και το δειλινό ήταν βαρύ. Πλησίαζε κιόλας η ώρα που έκλειναν και ο κόκκινος ήλιος είχε χαθεί πίσω από το Μιντολούιν. Σκιά απλώθηκε στην Πόλη.

Ο Πίπιν κοίταξε ψηλά και του φάνηκε πως ο ουρανός είχε γίνει σταχτής, λες κι από πάνω τους να κρεμόταν πολλή σκόνη και καπνός και το φως περνούσε θαμπά από μέσα τους. Αλλά στη Δύση ο ήλιος που ξεψυχούσε είχε βάλει φωτιά σ’ όλους τους καπνούς και τώρα το Μιντολούιν υψωνόταν μαύρο, με φόντο μια φωτιά που σιγόκαιγε πιτσιλισμένη με στάχτες.

– Κι έτσι τελειώνει μια ωραία μέρα με θυμό! είπε, ξεχνώντας το αγόρι πλάι του.

– Σίγουρα, αν δεν έχω επιστρέψει πριν χτυπήσουν τα καμπανάκια της δύσης του ήλιου, είπε ο Μπέργκιλ. Έλα! Άκου τη σάλπιγγα για το κλείσιμο της Πύλης.

Χέρι χέρι γύρισαν πίσω στην Πόλη, οι τελευταίοι που πέρασαν την Πύλη πριν κλείσει· και την ώρα που έφταναν στην Οδό Φανοποιών όλες οι καμπάνες στους πύργους χτύπησαν επίσημα. Φώτα ξεπετάχτηκαν σε πολλά παράθυρα και από τα σπίτια και τα καταλύματα των στρατιωτών κατά μήκος των τειχών ακούστηκαν τραγούδια.

– Γεια σου, για την ώρα, είπε ο Μπέργκιλ. Δώσε χαιρετίσματα στον πατέρα μου κι ευχαρίστησέ τον για την παρέα που μου έστειλε. Και μην αργήσεις να ξανάρθεις, σε παρακαλώ. Σχεδόν εύχομαι να μην είχαμε πόλεμο τώρα, γιατί θα περνούσαμε πολύ όμορφα. Μπορεί και να πηγαίναμε στο Λόσαρναχ, στο σπίτι του παππού μου· είναι όμορφα εκεί την Άνοιξη, τα χωράφια και τα δάση είναι γεμάτα λουλούδια. Αλλά μπορεί να πάμε εκεί κάποτε. Ποτέ δε θα νικήσουν τον Άρχοντά μας κι ο πατέρας μου είναι πολύ γενναίος. Γεια σου και να ξανάρθεις!

Χώρισαν κι ο Πίπιν βιάστηκε να γυρίσει στο κάστρο. Του φάνηκε πολύς δρόμος και άναψε και πείνασε πολύ· και η νύχτα έπεσε γρήγορη και σκοτεινή. Ούτε ένα αστέρι δεν τρυπούσε τον ουρανό. Έφτασε αργά για το δείπνο στην τραπεζαρία κι ο Μπέρεγκοντ τον καλωσόρισε όλος χαρά και τον έβαλε να καθίσει πλάι του για να μάθει τα νέα του γιου του. Μετά το δείπνο ο Πίπιν έμεινε λίγο και ύστερα έφυγε, γιατί τον είχε κυριέψει μια παράξενη κακοκεφιά και τώρα ήθελε πάρα πολύ να ξαναδεί τον Γκάνταλφ.

– Μπορείς να βρεις το δρόμο σου; είπε ο Μπέρεγκοντ στην πόρτα της μικρής αίθουσας, στη βορινή πλευρά του κάστρου, που είχαν καθίσει. Η νύχτα είναι σκοτεινή κι ακόμα πιο μαύρη από τότε που πήραμε διαταγές να χαμηλώσουμε όλα τα φώτα μέσα στην Πόλη και να μη φαίνεται κανένα έξω από τα τείχη. Κι έχω να σου πω τα νέα από μια άλλη διαταγή: θα σε καλέσουν να παρουσιαστείς στον Άρχοντα Ντέρεθορ αύριο νωρίς. Φοβάμαι πως δε σε προορίζουν για τον Τρίτο Λόχο. Πάντως μπορούμε να ελπίζουμε πως θα ξανανταμώσουμε. Άντε, γεια και όνειρα γλυκά!