Το σπίτι ήταν σκοτεινό, εκτός από μια μικρή λάμπα στο τραπέζι. Ο Γκάνταλφ δεν ήταν εκεί. Η κακοκεφιά του Πίπιν μεγάλωσε. Σκαρφάλωσε στον πάγκο και προσπάθησε να δει έξω απ’ το παράθυρο, αλλά ήταν λες και κοίταζε σε μια λίμνη από μελάνι. Κατέβηκε, έκλεισε το παντζούρι κι έπεσε στο κρεβάτι. Για λίγη ώρα αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τον Γκάνταλφ να γυρίζει κι ύστερα βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.
Τη νύχτα ξύπνησε από ένα φως και είδε πως ο Γκάνταλφ είχε έρθει και πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο πέρα απ’ την κουρτίνα της μικρής κάμαρας. Στο τραπέζι ήταν κεριά και κάτι ρολά περγαμηνές. Άκουσε το μάγο ν’ αναστενάζει και να μουρμουρίζει: «Πότε θα γυρίσει ο Φαραμίρ;»
– Γεια σου! είπε ο Πίπιν, ξετρυπώνοντας το κεφάλι του πίσω απ’ την κουρτίνα. Νόμιζα πως με είχες ξεχάσει εντελώς. Χαίρομαι που γύρισες. Η μέρα ήταν ατέλειωτη.
– Η νύχτα όμως θα είναι πολύ μικρή, είπε ο Γκάνταλφ. Γύρισα εδώ, γιατί πρέπει να βρω λίγη ησυχία, μοναχός μου. Εσύ κοιμήσου στο κρεβάτι σου, όσο ακόμα μπορείς. Όταν βγει ο ήλιος, θα σε πάω στον Άρχοντα Ντένεθορ ξανά. Όχι όταν οτείλουν και σε φωνάξουν, κι όχι όταν βγει ο ήλιος. Η Σκοτεινιά έχει αρχίσει. Δε θα έχουμε αυγή.
II
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΓΚΡΙΖΟΥ ΛΟΧΟΥ
Ο Γκάνταλφ είχε φύγει και το ποδοβολητό του Ίσκιου είχε χαθεί στη νύχτα, όταν ο Μέρι γύρισε στον Αραγκορν. Είχε μονάχα ένα ελαφρύ μπογαλάκι, γιατί είχε χάσει το σακίδιό του στο Παρθ Γκάλεν και ό,τι είχε ήταν κάτι λιγοστά χρήσιμα πράγματα, που είχε περιμαζέψει ανάμεσα στα χαλάσματα του Ίσενγκαρντ. Ο Χάσουφελ ήταν κιόλας σελωμένος. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι με το άλογό τους στέκονταν δίπλα.
— Έτσι απομένουν ακόμα τέσσερις από την Ομάδα, είπε. ο Άραγκορν. Θα συνεχίσουμε μαζί. Αλλά δε θα είμαστε μονάχοι, όπως νόμιζα. Ο βασιλιάς είναι τώρα αποφασισμένος να ξεκινήσει αμέσως. Από τότε που φάνηκε ο φτερωτός ίσκιος, θέλει να επιστρέψει στους λόφους, κρυμμένος στο σκοτάδι της νύχτας.
— Κι από κει; ρώτησε ο Λέγκολας.
– Δεν μπορώ ακόμα να πω, απάντησε ο Άραγκορν. Ο βασιλιάς θα πάει στη συγκέντρωση του στρατού που είχε διατάξει στο Έντορας, ύστερα από τέσσερις νύχτες από απόψε. Κι εκεί, νομίζω, θα πάρει πληροφορίες για τον πόλεμο, και οι Καβαλάρηδες του Ρόαν θα κατεβούν στη Μίνας Τίριθ. Εκτός από μένα και όποιον θα έρθει μαζί μου.
– Ένας θα ’μαι εγώ! φώναξε ο Λέγκολας.
– Κι ο Γκίμλι μαζί του! είπε ο Νάνος.
– Λοιπόν, όσον αφορά εμένα, είπε ο Άραγκορν, είναι σκοτάδι μπροστά μου. Πρέπει κι εγώ να πάω στη Μίνας Τίριθ, αλλά δε βλέπω ακόμα το δρόμο. Πλησιάζει μια ώρα από καιρό ετοιμασμένη.
– Μη μ’ αφήσετε πίσω! είπε ο Μέρι. Δεν έχω φανεί και πολύ χρήσιμος ως τώρα· αλλά δε θέλω να με αφήσετε κατά μέρος, σαν αποσκευή, που θα παραλάβετε όταν τελειώσουν όλα. Δε νομίζω πως οι Καβαλάρηδες θα θελήσουν να ασχοληθούν μαζί μου τώρα. Αν και, φυσικά, ο βασιλιάς είπε πως θα με βάλει να καθίσω πλάι του, όταν φτάσει στο σπίτι του, για να του πω για το Σάιρ.
– Ναι, είπε ο Άραγκορν, κι ο δρόμος σου βρίσκεται κοντά του, νομίζω, Μέρι. Αλλά μην περιμένεις χαρές και γέλια στο τέλος του. Θα περάσει πολύς καιρός, φοβάμαι, πριν να καθίσει ο Θέοντεν ξένοιαστος στο Μέντουσελντ. Πολλές ελπίδες θα μαραθούν τούτη την πικρή Άνοιξη.
Γρήγορα ήταν όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουν είκοσι τέσσερα άλογα με τον Γκίμλι πίσω από το Λέγκολας και το Μέρι μπροστά από τον Άραγκορν. Σε λίγο κάλπαζαν γοργά μέσα στη νύχτα. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα που είχαν περάσει τους τύμβους στα Περάσματα του Ίσεν, όταν ήρθε ένας Καβαλάρης καλπάζοντας από την οπισθοφυλακή.
– Άρχοντα μου, είπε στο βασιλιά, πίσω μας έρχονται καβαλάρηδες. Την ώρα που διασχίζαμε τα περάσματα μου φάνηκε πως τους άκουσα. Τώρα είμαστε βέβαιοι. Καλπάζουν γρήγορα και θα μας προλάβουν.
Ο Θέοντεν αμέσως φώναξε να σταματήσουν. Οι Καβαλάρηδες έκαναν μεταβολή κι άρπαξαν τα κοντάρια τους. Ο Άραγκορν ξεπέζεψε και κατέβασε το Μέρι κάτω, τραβώντας το σπαθί του στάθηκε πλάι στον αναβατήρα του βασιλιά. Ο Έομερ και ο ακόλουθός του πήγαν πίσω. Ο Μέρι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένιωσε σαν αχρείαστη αποσκευή κι αναρωτήθηκε τι θα ’πρεπε να κάνει, αν γινόταν μάχη. Αν η μικρή συνοδεία του βασιλιά έπεφτε σε παγίδα και τους νικούσαν, αλλά αυτός ξέφευγε στο σκοτάδι – μοναχός στα έρημα λιβάδια του Ρόαν, δίχως να έχει ιδέα πού βρίσκεται σ’ όλη εκείνη την απεραντοσύνη;
«Δεν κερδίζω τίποτα!» σκέφτηκε. Τράβηξε το σπαθί του κι έσφιξε τη ζώνη του.
Ένα μεγάλο ταξιδιάρικο σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι που έδυε, αλλά ξαφνικά φάνηκε πάλι. Τότε όλοι άκουσαν το ποδοβολητό και ταυτόχρονα είδαν μαύρες μορφές να έρχονται γρήγορα απ’ το μονοπάτι μετά τα περάσματα. Το σεληνόφως γυάλιζε εδώ κι εκεί στις μύτες των κονταριών. Δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τον αριθμό των διωκτών, αλλά δε φαίνονταν λιγότεροι από τη συνοδεία του βασιλιά τουλάχιστον.