Выбрать главу

Όταν βρέθηκαν σε απόσταση πενήντα βημάτων περίπου, ο Έομερ φώναξε δυνατά:

– Αλτ! Αλτ! Ποιοι ταξιδεύουν στο Ρόαν;

Οι διώκτες ακινητοποίησαν απότομα τ’ άλογά τους. Ακολούθησε σιωπή· και ύστερα, στο φως του φεγγαριού, είδαν έναν ιππέα να ξεπεζεύει και να προχωρεί αργά. Το χέρι του φαινόταν άσπρο, όπως το κρατούσε ψηλά, με την παλάμη προς τα έξω, δείγμα ειρήνης· οι άντρες όμως του βασιλιά έσφιξαν τα όπλα τους. Στα δέκα βήματα ο άνθρωπος σταμάτησε. Ήταν ψηλός, μια σκοτεινή όρθια σκιά. Ύστερα η καθαρή φωνή του αντήχησε:

– Ρόαν; Ρόαν είπατε; Αυτή η λέξη μας δίνει χαρά. Γυρεύουμε αυτή τη χώρα όλο βιασύνη από πολύ μακριά.

– Τη βρήκατε, είπε ο Έομερ. Όταν διασχίσατε τα περάσματα εκεί πέρα, μπήκατε σ’ αυτή. Αλλά είναι το βασίλειο του Βασιλιά Θέοντεν. Κανείς δεν μπορεί να περάσει χωρίς την άδειά του. Ποιοι είστε; Και γιατί βιάζεστε;

– Εγώ είμαι ο Χάλμπαραντ ο Ντούνανταν, Περιφερόμενος Φύλακας απ’ το Βοριά, φώναξε ο άντρας. Γυρεύουμε κάποιον Άραγκορν γιο του Άραθορν, κι ακούσαμε πως βρίσκεται στο Ρόαν.

– Και τον βρήκατε κιόλας! φώναξε ο Άραγκορν ~ και, δίνοντας τα γκέμια στο Μέρι, έτρεξε κι αγκάλιασε το νεοφερμένο. Χάλμπαραντ! είπε. Μου δίνεις χαρά που δεν την περίμενα.

Ο Μέρι αναστέναξε ανακουφισμένος. Είχε νομίσει πως αυτό ήταν κάποιο τελευταίο κόλπο του Σάρουμαν, για να παγιδέψει το βασιλιά όσο που είχε μόνο λίγους άντρες γύρω του· αλλά, κατά τα φαινόμενα, δε θα χρειαζόταν να πεθάνει υπερασπίζοντας το Θέοντεν, τουλάχιστον όχι ακόμα. Θήκιασε το σπαθί του.

– Όλα εντάξει, είπε ο Άραγκορν, γυρίζοντας πίσω. Αυτοί εδώ είναι μερικοί από τους δικούς μου από τη μακρινή χώρα που κατοικούσα. Αλλά γιατί ήρθαν και πόσοι είναι, θα μας πει ο Χάλμπαραντ.

– Έχω τριάντα μαζί μου, είπε ο Χάλμπαραντ. Μόνο αυτοί από τους δικούς μας μπόρεσαν να συγκεντρωθούν βιαστικά· αλλά οι αδελφοί Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ ήρθαν μαζί μας, γιατί ήθελαν να πάνε στον πόλεμο. Καλπάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, όταν έφτασε το κάλεσμά σου.

– Μα δε σας κάλεσα εγώ, είπε ο Άραγκορν, παρά μόνο το ευχόμουν. Οι σκέψεις μου συχνά στρέφονταν σ’ εσάς, και σπάνια περισσότερο απ’ ό,τι απόψε· όμως δεν έστειλα μήνυμα. Ελάτε όμως! Όλ’ αυτά μπορούν να περιμένουν. Μας βρίσκετε σε ώρα που καλπάζουμε βιαστικά και με κίνδυνο. Ελάτε μαζί μας τώρα, αν μας δίνει την άδειά του ο βασιλιάς.

Ο Θέοντεν ήταν στ’ αλήθεια πολύ χαρούμενος με τα νέα.

– Και βέβαια! είπε. Αν αυτοί οι δικοί σου μοιάζουν καθόλου μ’ εσένα, άρχοντα Άραγκορν, τριάντα τέτοιοι ιππότες είναι δύναμη που δε μετριέται με κεφάλια.

Ύστερα οι Καβαλάρηδες ξεκίνησαν ξανά και ο Άραγκορν για λίγο πήγε με τους Ντούνεντεν κι αφού κουβέντιασαν για τα νέα του Βοριά και του Νοτιά, του λέει ο Ελρόχιρ:

– Σου φέρνω μήνυμα από τον πατέρα μου: Οι μέρες είναι λιγοστές. Αν βιάζεσαι, θυμήσου τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Πάντοτε οι μέρες μου μού φαίνονταν πολύ λιγοστές για να πετύχω αυτό που επιθυμώ, απάντησε ο Άραγκορν. Αλλά θα πρέπει να ’ναι στ’ αλήθεια πολύ μεγάλη η βιασύνη μου για να πάρω αυτόν το δρόμο.

– Αυτό γρήγορα θα το δούμε, είπε ο Ελρόχιρ. Αλλά ας μη μιλήσουμε πια γι’ αυτά τα θέματα στον ανοιχτό δρόμο.

Κι ο Άραγκορν είπε στο Χάλμπαραντ:

– Τι είναι αυτό που κρατάς, πατριώτη; – γιατί είδε πως αντί για κοντάρι κρατούσε ένα μακρύ κονταρόξυλο, λες και ήταν σημαία, αλλά ήταν τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα δεμένο με πολλά κορδόνια.

– Είναι ένα δώρο που σου φέρνω από την Κυρά του Σκιστού Λαγκαδιού, απάντησε ο Χάλμπαραντ. Το έφτιαξε κρυφά και της πήρε πολύν καιρό. Όμως, σου στέλνει κι αυτή ένα μήνυμα: Τώρα οι μέρες είναι λιγοστές. Ή θα πραγματοποιηθεί η ελπίδα μας ή όλες οι ελπίδες θα χαθούν. Γι’ αυτό σον στέλνω αυτό που έχω φτιάξει για σένα. Ώρα καλή σου, Λιθούχε!

Και ο Άραγκορν είπε:

– Τώρα ξέρω τι κρατάς. Κράτησε το μου για λίγο ακόμα!

Και στράφηκε και κοίταξε μακριά στο Βοριά κάτω απ’ τα μεγάλα αστέρια και ύστερα σώπασε και δε μίλησε πια όσο κράτησε το νυχτερινό ταξίδι.

Η νύχτα περνούσε και η Ανατολή ήταν γκρίζα, όταν ανηφόρισαν τέλος απ’ το Λαγκάδι του Λημεριού και ξαναγύρισαν στο Φρούριο της Σάλπιγγας. Εκεί θα έμεναν λίγο για να ξεκουραστούν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

Ο Μέρι το ’ριξε στον ύπνο, ώσπου τον ξύπνησαν ο Λέγκολας και ο Γκίμλι.

– Ο Ήλιος είναι ψηλά, είπε ο Λέγκολας. Κι όλοι οι άλλοι έχουν σηκωθεί. Έλα, κυρ Τεμπελάκο, να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτό το μέρος όσο που μπορείς!