Στις διαπραγματεύσεις μπροστά στην πόρτα ο Σάρουμαν αρνήθηκε να μετανοήσει και ο Γκάνταλφ τον υποβίβασε και έσπασε το ραβδί του και τον άφησε στη φύλαξη των Εντ. Από ένα παράθυρο ψηλά ο Φιδόγλωσσος πέταξε μια πέτρα στον Γκάνταλφ· αλλά δεν τον πέτυχε και ο Πέρεγκριν την έπιασε. Αυτή αποδείχτηκε πως ήταν ένα από τα τρία palantíri που είχαν διασωθεί, οι Σφαίρες – που – έβλεπαν του Νούμενορ. Αργότερα, εκείνη τη νύχτα ο Πέρεγκριν, υποκύπτοντας στον πειρασμό της Σφαίρας, την έκλεψε και κοίταξε μέσα της κι έτσι αποκαλύφθηκε στο Σόρον. Το βιβλίο τελείωσε με τον ερχομό ενός Νάζγκουλ πάνω από τις πεδιάδες του Ρόαν, ενός Δαχτυλιδοφαντάσματος σε φτερωτό άτι, προμήνυμα επικείμενου πολέμου. Ο Γκάνταλφ παρέδωσε το palantír στον Άραγκορν και, παίρνοντας τον Πέρεγκριν, έφυγε καλπάζοντας για τη Μίνας Τίριθ.
Το μέρος τέσσερα γύρισε στο Φρόντο και στο Σάμγουάιζ, που είναι τώρα χαμένοι στους γυμνούς λόφους του Έμιν Μιούιλ. Μας εξιστόρησε πώς ξέφυγαν από τους λόφους και τους πρόλαβε ο Σμήγκολ-Γκόλουμ, και πώς ο Φρόντο ημέρωσε το Γκόλουμ και σχεδόν ξεπέρασε την κακία του έτσι, ώστε το Γκόλουμ τους οδήγησε μέσα από τους Βάλτους των Νεκρών και τις ερημιές στη Μοράνον, τη Μαύρη Πύλη της Γης της Μόρντορ στο Βοριά.
Από εκεί όμως ήταν αδύνατο να μπουν και ο Φρόντο δέχτηκε τη συμβουλή του Γκόλουμ: να αναζητήσει τη «μυστική είσοδο» που ήξερε πέρα μακριά, στο νότιο μέρος των Βουνών της Σκιάς, στα δυτικά τείχη της Μόρντορ. Στο δρόμο τους έπιασε μια αναγνωριστική ομάδα Αντρών της Γκόντορ με αρχηγό το Φαραμίρ, αδελφό του Μπορομίρ. Ο Φαραμίρ ανακάλυψε τη φύση της αποστολής τους, αλλά αντιστάθηκε στον πειρασμό που είχε υποκύψει ο Μπορομίρ, και τους έστειλε στην τελευταία φάση του ταξιδιού τους στην Κίριθ Ούνγκολ, το Πέρασμα της Αράχνης· τους προειδοποίησε όμως πως ήταν τόπος θανάσιμου κινδύνου, για τον οποίο το Γκόλουμ τους είχε πει λιγότερα απ’ όσα ήξερε. Όταν έφτασαν στο Σταυροδρόμι και πήραν το μονοπάτι για τη στοιχειωμένη πόλη της Μίνας Μόργκουλ, μια μεγάλη σκοτεινιά ξεπήδησε από τη Μόρντορ και σκέπασε τα πάντα. Τότε ο Σόρον εξαπέλυσε την πρώτη στρατιά του, με αρχηγό το Μαύρο Βασιλιά των Δαχτυλιδοφαντασμάτων: ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού είχε αρχίσει.
Το Γκόλουμ οδήγησε τους χόμπιτ από ένα κρυφό πέρασμα, που απέφευγε τη Μίνας Μόργκουλ, και, στο σκοτάδι, έφτασαν τέλος στην Κίριθ Ούνγκολ.
Εκεί το Γκόλουμ ξαναγύρισε στα παλιά του και δοκίμασε να τους προδώσει στη φοβερή φύλακα του περάσματος, τη Σέλομπ. Η προσπάθειά του δεν πέτυχε από τον ηρωισμό του Σάμγουάιζ, που κατατρόπωσε την επίθεση και τραυμάτισε τη Σέλομπ.
Το δεύτερο βιβλίο τελειώνει με τις επιλογές του Σάμγουάιζ. Ο Φρόντο, χτυπημένος από τη Σέλομπ, κείτεται φαινομενικά νεκρός: ή αποστολή ή πρέπει να τελειώσει ολέθρια ή ο Σάμγουάιζ πρέπει να εγκαταλείψει τον κύριό του. Τέλος, παίρνει το Δαχτυλίδι και επιχειρεί να συνεχίσει τη δίχως ελπίδες αποστολή μονάχος. Αλλά τη στιγμή που είναι έτοιμος να μπει στη Μόρντορ, φτάνουν Ορκ, άλλοι από τη Μίνας Μόργκουλ κάτω και άλλοι από τον πύργο της Κίριθ Ούνγκολ ψηλά που φρουρεί την κορυφή του περάσματος. Αόρατος με το Δαχτυλίδι ο Σάμγουάιζ μαθαίνει από τους Ορκ που καβγάδιζαν πως ο Φρόντο δεν είναι νεκρός, αλλά ναρκωμένος. Τους παίρνει στο κατόπι, αλλά είναι πολύ αργά. Οι Ορκ μεταφέρουν το σώμα του Φρόντο από μία στοά που οδηγεί στην πίσω είσοδο του πύργου τους. Ο Σαμ πέφτει λιπόθυμος μπροστά της καθώς έκλεισε με θόρυβο.
Αυτό, το τρίτο και τελευταίο βιβλίο, θα μας διηγηθεί τα στρατηγικά σχέδια του Γκάνταλφ και του Σόρον, ως την τελική καταστροφή και το τέλος της μεγάλης σκοτεινιάς. Πρώτα θα δούμε την εξέλιξη του πολέμου στη Δύση.
ΜΕΡΟΣ V
Ι
ΜΙΝΑΣ ΤΙΡΙΘ
Ο Πίπιν έβγαλε το κεφάλι του από το καταφύγιο της κάπας του Γκάνταλφ και κοίταξε έξω. Αναρωτήθηκε αν ήταν ξυπνητός ή κοιμόταν ακόμα και εξακολουθούσε να βρίσκεται στο γοργοκίνητο όνειρο που ήταν τυλιγμένος από τότε που άρχισε η μεγάλη πορεία. Ο σκοτεινός κόσμος έφευγε τρέχοντας κι ο αέρας τραγουδούσε δυνατά στ’ αυτιά του. Δεν μπορούσε να δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τ’ αστέρια που έτρεχαν και μακριά δεξιά του τεράστιους ίσκιους με φόντο τον ουρανό εκεί που τα βουνά του Νοτιά έτρεχαν προσπερνώντας. Νυσταγμένα προσπάθησε να υπολογίσει την ώρα και τις φάσεις του ταξιδιού τους, αλλά η μνήμη του ήταν αβέβαιη και μισοκοιμισμένη.