Ήταν εκείνη η πρώτη πορεία με τρομακτική ταχύτητα δίχως σταθμό, και ύστερα την αυγή είχε δει μια χλωμή χρυσαφένια λάμψη και είχαν φτάσει στη σιωπηλή πόλη και στο μεγάλο άδειο οίκημα στο λόφο. Και πριν καλά καλά φτάσουν στο καταφύγιο που τους προσέφερε, η φτερωτή σκιά πέρασε από πάνω γι’ άλλη μια φορά και οι άντρες παρέλυσαν από το φόβο. Ο Γκάνταλφ όμως του είχε μιλήσει απαλά κι αυτός είχε αποκοιμηθεί σε μια γωνιά, κουρασμένος αλλά ανήσυχος,, νιώθοντας αμυδρά κόσμο να πηγαινοέρχεται, άντρες να κουβεντιάζουν και τον Γκάνταλφ να δίνει διαταγές. Κι ύστερα πάλι να καλπάζουν, να καλπάζουν μέσα στη νύχτα. Αυτή ήταν η δεύτερη, όχι, η τρίτη νύχτα από τότε που είχε κοιτάξει στη Σφαίρα. Και μ’ αυτή την ανατριχιαστική ανάμνηση ξύπνησε εντελώς και ανατρίχιασε και το βουητό του ανέμου γέμισε με απειλητικές φωνές.
Ένα φως άναψε στον ουρανό, μια κίτρινη φωτιά πίσω απο σκοτεινά εμπόδια. Ο Πίπιν ζάρωσε, φοβισμένος για μια στιγμή, κι αναρωτήθηκε σε ποια φοβερή χώρα να τον πήγαινε ο Γκάνταλφ. Έτριψε τα μάτια του κι ύστερα είδε πως ήταν το φεγγάρι που ανέτειλε πάνω από τις σκιές της Ανατολής, τώρα σχεδόν πανσέληνος. Αναδεύτηκε και μίλησε: του Βοριά και τέλος έχασε τη ζωή του υπερασπίζοντάς με από πολλούς εχθρούς.
– Ησυχία! είπε ο Γκάνταλφ. Τα νέα γι’ αυτό το θλιβερό γεγονός έπρεπε πρώτα να τα μάθει ο πατέρας.
– Το είχαμε κιόλας μαντέψει, είπε ο Ίνγκολντ· γιατί έχουν εμφανιστεί παράξενοι οιωνοί εδώ τώρα τελευταία. Τώρα όμως περάστε γρήγορα! Γιατί ο Άρχοντας της Μίνας Τίριθ θα ανυπομονεί να μάθει τα τελευταία νέα για το γιο του, είτε τα φέρνει άνθρωπος είτε...
– Χόμπιτ, είπε ο Πίπιν. Πολύ μικρή υπηρεσία μπορώ να προσφέρω στον άρχοντά σας, αλλά ό,τι μπορώ να κάνω, θα το κάνω, στη θύμηση του Μπορομίρ του γενναίου.
– Έχετε γεια! είπε ο Ίνγκολντ· και οι άντρες άνοιξαν δρόμο για τον Ίσκιο κι αυτός πέρασε από μια στενή πύλη στον τοίχο. Μακάρι να φέρνεις καλές συμβουλές στον Ντένεθορ τώρα που έχει ανάγκη, και σ’ εμάς όλους, Μιθραντίρ! φώναξε ο Ίνγκολντ. Αλλά έρχεσαι με νέα για λύπες και κινδύνους, όπως το συνηθίζεις, λένε.
– Γιατί έρχομαι σπάνια και μόνο όταν χρειάζεται η βοήθειά μου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Όσο για συμβουλές, σε σένα θα έλεγα πως άρχισες πολύ αργά να επισκευάζεις το τείχος του Πέλενορ. Τώρα το θάρρος θα είναι η καλύτερή σου προστασία ενάντια στην καταιγίδα που έρχεται... αυτό και ό,τι ελπίδες φέρνω. Γιατί δεν είναι άσχημα όλα τα νέα που φέρνω. Αλλά αφήστε τα μυστριά σας και ακονίστε τα σπαθιά σας!
– Η δουλειά θα ’ναι τελειωμένη πριν βραδιάσει, είπε ο Ίνγκολντ. Αυτό είναι το τελευταίο τμήμα του τείχους που προετοιμάζουμε για την άμυνα: το λιγότερο εκτεθειμένο σε επίθεση, γιατί βλέπει προς τους φίλους μας του Ρόαν. Έχεις κανένα νέο απ’ αυτούς; Νομίζεις πως θ’ απαντήσουν στο κάλεσμα;
– Ναι, θα έρθουν. Αλλά έχουν πολεμήσει σε πολλές μάχες στα νώτα σας. Κι αυτός, αλλά και κανένας άλλος δρόμος δε βλέπει πια σε μέρος ασφαλισμένο. Αγρυπνείτε! Αν δεν ήταν ο Γκάνταλφ το Κοράκι της Συμφοράς, θα βλέπατε μια στρατιά εχθρούς να έρχεται απ’ το Ανόριεν κι όχι τους Καβαλάρηδες του Ρόαν. Και μπορεί και τώρα να δείτε. Έχετε γεια και αγρυπνείτε!
Ο Γκάνταλφ μπήκε τώρα στον πλατύ κάμπο μέσα από το Ράμας Έχορ. Έτσι ονόμαζαν οι άνθρωποι της Γκόντορ το εξωτερικό τείχος που είχαν ανεγείρει με μεγάλο κόπο, όταν το Ιθίλιεν έπεσε κάτω από τη σκιά του Εχθρού. Για δέκα λεύγες ή και περισσότερο περικύκλωνε τους πρόποδες των βουνών, περιλαμβάνοντας τους κάμπους του Πέλενορ: όμορφα και εύφορα χωράφια της πόλης στις πλαγιές και στις πεζούλες που χαμήλωναν ως τον Άντουιν. Στο σημείο που απείχε περισσότερο από τη Μεγάλη Πύλη της Πόλεως, βορειοανατολικά, το τείχος βρισκόταν σε απόσταση τεσσάρων λευγών κι εκεί από μια αγριωπή όχθη κοίταζε από ψηλά τα ισιώματα πλάι στο ποτάμι και οι άνθρωποι το είχαν φτιάξει ψηλό και ισχυρό· γιατί σ’ εκείνο το σημείο, πάνω σε έναν υπερυψωμένο δρόμο με τείχος κι απ’ τις δυο πλευρές, ο δρόμος ερχόταν από τα περάσματα και τις γέφυρες της Οσγκίλιαθ και περνούσε από μια φρουρούμενη πύλη ανάμεσα από οχυρωμένους πύργους. Στο πλησιέστερό του σημείο το τείχος απείχε λίγο περισσότερο από μια λεύγα από την Πόλη στα νοτιοανατολικά. Εκεί ο Άντουιν, που κυλούσε σχηματίζοντας μια φαρδιά καμπύλη γύρω από τους λόφους του Έμιν Άρνεν στο Νότιο Ιθίλιεν, έστριβε απότομα δυτικά, και το εξωτερικό τείχος υψωνόταν ακριβώς στην άκρη του· και από κάτω βρίσκονταν οι αποβάθρες και οι μόλοι του Χάρλοντ για τα σκάφη που έρχονταν από τα νότια φέουδα.
Η γη γύρω από την πόλη ήταν πλούσια και καλοοργωμένη, με πολλούς κήπους, και αγροικίες εδώ κι εκεί, με ξηραντήρια και σιταποθήκες, με στάνες και στάβλους με γελάδια και πολλά ποταμάκια κελάρυζαν μες στις πρασινάδες απ’ τα υψώματα ως κάτω στον Άντουιν. Όμως οι βοσκοί και οι γεωργοί που κατοικούσαν εκεί δεν ήταν πολλοί και το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων της Γκόντορ ζούσε στους επτά κύκλους της Πόλης, ή στις ψηλές κοιλάδες στα όρια των βουνών, στο Λόσαρναχ, ή πιο νότια στο όμορφο Λέμπενιν με τα πέντε γοργοκύλιστα ποτάμια του. Εκεί κατοικούσε ένας σκληραγωγημένος λαός. ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα. Τους θεωρούσαν ανθρώπους της Γκόντορ, όμως το αίμα τους δεν ήταν αμιγές κι ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι κοντοί και μελαψοί, που οι πρόγονοι τους κατάγονταν κυρίως απ’ το λησμονημένο λαό που κατοικούσε στη σκιά των λόφων τα Σκοτεινά Χρόνια, πριν τον ερχομό των βασιλιάδων. Αλλά πιο πέρα, στο μεγάλο φέουδο του Μπέλφαλας, κατοικούσε ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ στο κάστρο του το Ντολ Άμροθ κοντά στη θάλασσα. Αυτός καταγόταν από αίμα ευγενικό, το ίδιο κι ο λαός του, άντρες ψηλοί και περήφανοι με θαλασσόγκριζα μάτια.