Τώρα. αφού ο Γκάνταλφ είχε προχωρήσει αρκετή ώρα, το φως της μέρας δυνάμωσε στον ουρανό κι ο Πίπιν ξύπνησε και κοίταξε ψηλά. Στ’ αριστερά του απλωνόταν μια θάλασσα ομίχλη:;, που ανέβαινε σαν θλιβερή σκιά στην Λνατολή· αλλά στα δεξιά του μεγάλα βουνά όρθωναν τα κεφάλια τους κι απλώνονταν από τη Δύση ως ένα απότομο καϊ ξαφνικό τέλος, λες κι όταν γινόταν η γη, ο Ποταμός να είχε σπάσει ένα μεγάλο εμπόδιο, λαξεύοντας μία τεράστια κοιλάδα που έγινε τόπος μαχών και αμφισβητήσεων σε χρόνια μελλοντικά. Κι εκεί που τα Άσπρα Βουνά, τα Έρεντ Νίμρες, τελείωναν, είδε, όπως του είχε υποσχεθεί ο Γκάνταλφ, το σκοτεινό όγκο του Βουνού Μιντολούιν, τις σκούρες πορφυρές σκιές στα ψηλά φαράγγια του και την ψηλή του όψη που άσπριζε στον ερχομό της μέρας. Και πάνω στο ξεπεταγμένο του γόνατο η Φρουρούμενη Πόλη, με τα επτά πέτρινα τείχη της, τόσο ισχυρή και παλιά, που έμοιαζε να μην την έχουν χτίσει, αλλά να την έχουν λαξέψει γίγαντες απ’ τα κόκαλα της γης.
Εκεί που ο Πίπιν κοίταζε όλος θαυμασμό, τα τείχη έγιναν από γκρίζα άσπρα, ροδίζοντας ελαφρά στο φως της αυγής· και ξαφνικά ο ήλιος βγήκε πάνω απ’ τις ανατολικές σκιές κι έστειλε μια δέσμη ακτίνες που έπεσαν ίσια πάνω στο πρόσωπο της Πόλης. Τότε ο Πίπιν έβγαλε μια φωνή, γιατί ο Πύργος του Εκτέλιον, που στεκόταν ψηλός καταμεσής στο ψηλότερο τείχος, άστραψε στον ουρανό, λαμπυρίζοντας σαν μια σφήνα μαργαριταρένια κι ασημιά, ψηλός, όμορφος και καλλίγραμμος και η κορφή του γυάλιζε σαν από κρύσταλλο· και κάτασπρα λάβαρα άνοιξαν και κυμάτισαν απ’ τις επάλξεις στην πρωινή αύρα και πάνω μακριά άκουσε ένα καθάριο κουδούνισμα, λες κι από ασημένιες σάλπιγγες.
Έτσι ο Γκάνταλφ και ο Πέρεγκριν έφτασαν καβάλα στη Μεγάλη Πύλη των Ανθρώπων της Γκόντορ με την ανατολή του ήλιου και οι σιδερένιες της πόρτες άνοιξαν μπροστά τους.
– Μιθραντίρ! Μιθραντίρ! φώναξαν οι άντρες. Τώρα ξέρουμε πως η καταιγίδα είναι στ’ αλήθεια κοντά!
— Σας έφτασε, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ ταξίδεψα στα φτερά της. Αφήστε με να περάσω! Πρέπει να πάω στον Ντένεθορ τον Άρχοντά σας, όσο υπάρχει ακόμα η εξουσία του. Ό,τι κι αν συμβεί, έχετε φτάσει στο τέλος της Γκόντορ που γνωρίζατε. Παραμερίστε.
Τότε οι άντρες υποχώρησαν στην προσταγή της φωνής του και δεν του έκαναν άλλες ερωτήσεις, αν και κοίταζαν με απορία το χόμπιτ που καθόταν μπροστά του και το άλογο που τον μετέφερε. Γιατί οι άνθρωποι της Πόλης ελάχιστα χρησιμοποιούσαν άλογα και σπάνια τα έβλεπαν στους δρόμους τους, εκτός από εκείνα που ίππευαν οι αγγελιαφόροι του άρχοντά τους. Και έλεγαν: Δεν είναι αυτό ένα απ’ τα μεγάλα άτια του Βασιλιά του Ρόαν; Μπορεί οι Ροχίριμ να έρθουν γρήγορα να μας ενισχύσουν.
Ο Ίσκιος όμως ανηφόριζε περήφανα το μακρύ στριφογυριστό δρόμο.
Γιατί το σχέδιο της Μίνας Τίριθ ήταν τέτοιο, ώστε ήταν χτισμένη σε επτά επίπεδα, το καθένα σκαμμένο στο λόφο, και γύρω απ’ το καθένα υπήρχε ένα τείχος και σε κάθε τείχος μία πύλη. Οι πύλες όμως δεν ήταν στη σειρά: η Μεγάλη Πύλη στο Τείχος της Πόλεως βρισκόταν στο ανατολικό σημείο του κύκλου, η επόμενη όμως έβλεπε προς το νοτιά και η τρίτη βορινά και ούτω καθεξής ανεβαίνοντας· γι’ αυτό ο πλακόστρωτος δρόμος που ανέβαινε στο Κάστρο έστριβε πότε έτσι και πότε αλλιώς, διασχίζοντας την πλαγιά του λόφου. Και κάθε φορά που περνούσε το σημείο της Μεγάλης Πύλης, περνούσε από μια τοξωτή στοά, τρυπώντας έναν τεράστιο βράχο, που η θεόρατη ξεπεταγμένη καμπούρα του χώριζε στα δυο όλους τους κύκλους της Πόλης εκτός από τον πρώτο. Γιατί και από τον αρχέγονο σχηματισμό του λόφου και από την άφθαστη τέχνη και τους μόχθους των αρχαίων, ξεπεταγόταν, από το πίσω μέρος της ευρύχωρης αυλής πίσω από την Πύλη, ένας πέτρινος πυργωτός προμαχώνας, μυτερός σαν καρίνα πλοίου, που έβλεπε ανατολικά. Ανέβαινε ψηλά, ως το επίπεδο του πιο ψηλού κύκλου κι εκεί ήταν στεφανωμένος με μία έπαλξη· έτσι, ώστε αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο να μπορούν, σαν τους ναύτες ενός τεράστιου πλοίου, να βλέπουν από την κορυφή του κατακόρυφα κάτω στην Πύλη εφτακόσια πόδια χαμηλότερα. Η είσοδος του Κάστρου έβλεπε επίσης ανατολικά, αλλά ήταν λαξεμένη στην καρδιά του βράχου· από εκεί ένας ανήφορος φωτισμένος με φανάρια ανέβαζε στην έβδομη πύλη. Έτσι οι άνθρωποι έφταναν τέλος στην Υψηλή Αυλή και στον Τόπο του Σιντριβανιού μπροστά στα πόδια του Λευκού Πύργου, που ήταν ψηλός και καλλίγραμμος, τριακόσια πόδια από τη βάση ως την πιο ψηλή κορφή του, όπου το λάβαρο των Επιτρόπων κυμάτιζε χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα.