– Γιατί όχι; Τι κακό έχει ο Γοργοπόδαρος; ψιθύρισε ο Πίπιν. Σκόπευε νά ’ρθει εδώ, έτσι δεν είναι; Κι οπωσδήποτε πολύ γρήγορα θα έρθει κι ο ίδιος αυτοπροσώπως.
– Ίσως, ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Όμως αν έρθει, το πιο πιθανό είναι πως αυτό θα γίνει με τέτοιον τρόπο, που κανείς δεν το περιμένει, ούτε κι ο ίδιος ο Ντένεθορ. Έτσι θα είναι καλύτερα. Τουλάχιστον πρέπει να έρθει χωρίς να το έχουμε αναγγείλει εμείς.
Ο Γκάνταλφ σταμάτησε μπροστά σε μια ψηλή πόρτα από γυαλιστερό μέταλλο.
– Κοίτα δω, μαστρο-Πίπιν, δεν είναι ώρα τώρα να σου κάνω μάθημα την ιστορία της Γκόντορ· αν κι ίσως να ήταν καλύτερα, αν ήξερες και κάτι απ’ αυτήν. τότε που ακόμα κυνηγούσες φωλιές πουλιών κι έκανες σκασιαρχείο στα δάση του Σάιρ. Κάνε αυτό που σου λέω! Δεν είναι και πολύ συνετό, όταν κανείς φέρνει νέα για το θάνατο του διαδόχου του σε κάποιον πανίσχυρο άρχοντα, να πολυμιλάει για τον ερχομό κάποιου, που αν έρθει, θα αξιώσει το θρόνο. Σου φτάνει αυτό;
– Το θρόνο; είπε ο Πίπιν κατάπληκτος.
– Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Αν περπατούσες όλες αυτές τις μέρες με τ’ αυτιά κλεισμένα και το μυαλό κοιμισμένο, ξύπνα τώρα! Χτύπησε την πόρτα.
Η πόρτα άνοιξε, αλλά κανείς δε φαινόταν να την έχει ανοίξει. Ο Πίπιν είδε μια μεγάλη αίθουσα. Φως έμπαινε από βαθιά παράθυρα στους φαρδείς διαδρόμους κι απ’ τις δύο πλευρές, πέρα απ’ τις ψηλές κολόνες στη σειρά που κρατούσαν την οροφή. Μονόλιθοι από μαύρο μάρμαρο, κατέληγαν σε μεγάλα κιονόκρανα σκαλισμένα στο σχήμα πολλών παράξενων ζώων και φύλλων και πολύ ψηλά στη σκιά ο μεγάλος θόλος έλαμπε από θαμπό χρυσάφι, με ένθετα σχέδια σε διάφορα χρώματα. Δε φαίνονταν πουθενά στη μακριά επίσημη αίθουσα, ούτε παραπετάσματα ούτε ιστορημένα κεντήματα ούτε τίποτα πλεγμένο ή ξύλινο· αλλά ανάμεσα στις κολόνες στέκονταν σε σιωπηλή συντροφιά πανύψηλες μορφές σκαλισμένες στην κρύα πέτρα.
Ξαφνικά ο Πίπιν θυμήθηκε τους πελεκημένους βράχους του Άργκοναθ και δέος τον κυρίεψε, καθώς κοίταζε το διάδρομο των από τα χρόνια τα παλιά νεκρών βασιλέων. Τέλος, στο βάθος, πάνω σ’ ένα βάθρο με πολλά σκαλοπάτια στεκόταν ένας ψηλός θρόνος κάτω από έναν ουρανό μαρμάρινο σε σχήμα περικεφαλαίας με στέμμα· πίσω του ήταν σκαλισμένο πάνω στον τοίχο ένα ανθισμένο δέντρο με ένθετα πετράδια. Ο θρόνος όμως ήταν άδειος. Στα πόδια του βάθρου, στο χαμηλότερο σκαλοπάτι, που ήταν φαρδύ και βαθύ, υπήρχε ένα πέτρινο κάθισμα, μαύρο κι αστόλιστο, και εκεί καθόταν ένας γέροντας, κοιτάζοντας τα γόνατά του. Στο χέρι του είχε ένα άσπρο ραβδί με χρυσαφένιο κεφάλι. Δε σήκωσε το κεφάλι. Τελετουργικά βάδισαν προς το μέρος του, ώσπου στάθηκαν τρία βήματα από το σκαμνάκι που είχε για τα πόδια του. Τότε ο Γκάνταλφ μίλησε:
– Χαίρε, Άρχοντα και Επίτροπε της Μίνας Τίριθ, Ντένεθορ γιε του Εκτέλιον! Σ’ αυτή τη σκοτεινή ώρα έχω έρθει με συμβουλές και νέα.
Τότε ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι. Ο Πίπιν είδε το ανάγλυφο πρόσωπό του με τα υπερήφανα κόκαλα, τη σαν ελεφαντόδοντο επιδερμίδα και τη μακριά κυρτή μύτη ανάμεσα στα σκούρα βαθουλωτά μάτια· και του ήρθε στο νου όχι τόσο πολύ ο Μπορομίρ, όσο ο Άραγκορν.
– Σκοτεινή, πραγματικά, είναι η ώρα, είπε ο γέροντας, και το συνηθίζεις να έρχεσαι σε τέτοιες ώρες, Μιθραντίρ. Αλλά μόλο που όλα τα σημάδια προοιωνίζουν πως πλησιάζει το μοιραίο για την Γκόντορ, για μένα τώρα αυτό το σκοτάδι είναι λιγότερο από το δικό μου το σκοτάδι. Μου είπαν ότι φέρνεις μαζί σου κάποιον που είδε το γιο μου να πεθαίνει. Αυτός είναι;
– Αυτός είναι, είπε ο Γκάνταλφ. Ο ένας από τους δύο. Ο άλλος είναι με το Θέοντεν του Ρόαν και μπορεί να έρθει αργότερα. Είναι μικρούληδες καθώς βλέπεις, αυτός όμως δεν είναι εκείνος για τον οποίο μίλησαν οι οιωνοί.
– Πάντως είναι μικρούλης, είπε αγριωπά ο Ντένεθορ, και δεν αγαπώ αυτή τη λέξη, από τότε που εκείνα τα καταραμένα λόγια ήρθαν και σκότισαν τις σκέψεις μας και τράβηξαν μακριά το γιο μου στην απερίσκεπτη αποστολή και στο θάνατο. Μπορομίρ μου! Τώρα σε χρειαζόμαστε. Ο Φαραμίρ θα ’πρεπε να ’χε πάει στη θέση του.
– Ευχαρίστως θα πήγαινε, είπε ο Γκάνταλφ. Μη γίνεσαι άδικος από τη λύπη σου! Ο Μπορομίρ απαίτησε να πάει στην αποστολή και δεν άφηνε να πάει κανείς άλλος. Ήταν άνθρωπος με ισχυρή θέληση και αποκτούσε αυτό που επιθυμούσε. Ταξίδεψα πολύ μαζί του κι έμαθα πολλά για το χαρακτήρα του. Μιλάς όμως για το θάνατό του. Είχες νέα γι’ αυτόν πριν να έρθουμε εμείς;