Ύστερα δόθηκε πίσω στον Πίπιν το σπαθί του και το έβαλε στο θηκάρι του.
– Και τώρα, είπε ο Ντένεθορ, να η πρώτη μου διαταγή· μίλα και μη σιωπάς! Πες μου όλη την ιστορία και κοίταξε να θυμηθείς όσα μπορείς για τον Μπορομίρ, το γιο μου. Κάθισε τώρα κι άρχισε!
Ενώ μιλούσε, χτύπησε ένα μικρό ασημένιο γκονγκ που υπήρχε πλάι στο σκαμνάκι που είχε τα πόδια του και αμέσως πλησίασαν υπηρέτες.
– Φέρτε κρασί και φαγητό και καθίσματα για τους ξένους, είπε ο Ντένεθορ, και φροντίστε να μη μας ενοχλήσει κανείς για μία ώρα.
»Μόνο τόση ώρα μπορώ να διαθέσω, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά άλλα που πρέπει να φροντίσω, είπε στον Γκάνταλφ. Πολλά πολύ πιο σπουδαία, ίσως θεωρηθεί όμως, λιγότερο επείγοντα για μένα. Αλλά πιθανόν να μπορέσουμε να τα ξαναπούμε όταν τελειώσει η μέρα.
– Και νωρίτερα, ελπίζω, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί δεν ήρθα εδώ καλπάζοντας από το Ίσενγκαρντ, εκατόν πενήντα λεύγες, με την ταχύτητα του ανέμου, για να σου φέρω ένα μικρό πολεμιστή, όσο ευγενικός κι αν είναι. Δε μετράει ότι ο Θέοντεν έδωσε μεγάλη μάχη και πως το Ίσενγκαρντ έπεσε και ότι εγώ έσπασα το ραβδί του Σάρουμαν;
– Μετράει και πολύ μάλιστα. Αλλά ξέρω κιόλας αρκετά από αυτά τα γεγονότα, ώστε να ξέρω τι θα κάνω ενάντια στην απειλή της Ανατολής.
Έστρεψε τα σκοτεινά του μάτια πάνω στον Γκάνταλφ και τώρα ο Πίπιν διαπίστωσε μια ομοιότητα ανάμεσά τους κι ένιωσε την ένταση ανάμεσά τους, σχεδόν λες κι έβλεπε μια γραμμή φωτιάς να σιγοκαίει, από μάτι σε μάτι, που ξαφνικά μπορεί να γινόταν πυρκαγιά.
Ο Ντένεθορ μάλιστα έμοιαζε πιο πολύ με μεγάλο μάγο από τον Γκάνταλφ, πιο βασιλικός, όμορφος και ισχυρός· και πιο ηλικιωμένος. Αλλά με κάποια άλλη αίσθηση, πέρα από την όραση, ο Πίπιν κατάλαβε ότι ο Γκάνταλφ είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, τη βαθύτερη σοφία και ένα μεγαλείο που ήταν καλυμμένο. Και ήταν γεροντότερος, πολύ πιο γεροντότερος. «Πόσο πιο ηλικιωμένος;» αναρωτήθηκε κι ύστερα του φάνηκε παράξενο πως ποτέ πριν δεν το είχε ξανασκεφτεί. Ο Δεντρογένης είχε πει κάτι για μάγους, τότε όμως δεν είχε σκεφτεί πως κι ο Γκάνταλφ ήταν ένας απ’ αυτούς. Τι ήταν ο Γκάνταλφ; Ποια μακρινή εποχή και από ποιο μέρος είχε έρθει στον κόσμο και πότε θα τον άφηνε; Και ύστερα οι συλλογισμοί του κόπηκαν και είδε πως ο Ντένεθορ κι ο Γκάνταλφ εξακολουθούσαν να κοιτάζονται στα μάτια, λες κι ο ένας να διάβαζε τη σκέψη του άλλου. Αλλά ήταν πρώτος ο Ντένεθορ που αποτράβηξε το βλέμμα του.
– Ναι, είπε· γιατί αν κι είναι χαμένες οι Σφαίρες, λένε, οι άρχοντες της Γκόντορ εξακολουθούν να βλέπουν περισσότερα από κοινούς ανθρώπους και λαβαίνουν πολλά μηνύματα. Αλλά, καθίστε τώρα!
Τότε ήρθαν άνθρωποι κι έφεραν μια καρέκλα κι ένα χαμηλό σκαμνί κι ένας έφερε ένα δίσκο με μια ασημένια καράφα, φλιτζάνια και άσπρα κέικ. Ο Πίπιν κάθισε, αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από το γερο-άρχοντα. Έτσι ήταν ή το είχε φανταστεί μονάχα, πως, όταν μίλησε για τις Σφαίρες, είχε κοιτάξει με μια ξαφνική γυαλάδα στα μάτια του τον Πίπιν καταπρόσωπο;
– Τώρα πες μου την ιστορία σου, υποτακτικέ μου, είπε ο Ντένεθορ, μισοκαλοσυνάτα, μισοκοροϊδευτικά. Γιατί τα λόγια κάποιου που είχε κάνει φίλο ο γιος μου θα είναι στ’ αλήθεια καλοδεχούμενα.
Ο Πίπιν ποτέ δεν ξέχασε εκείνη την ώρα στη μεγάλη αίθουσα κάτω απ’ τα διαπεραστικά μάτια του Άρχοντα της Γκόντορ, που δεν έπαυε να τον τρυπά με τις κοφτερές ερωτήσεις του, ενώ όλη την ώρα ένιωθε τον Γκάνταλφ στο πλευρό του να παρακολουθεί και ν’ ακούει και (έτσι ένιωθε ο Πίπιν) να συγκρατεί την ανυπομονησία του και το θυμό του που όλο και φούντωναν. Όταν τελείωσε η ώρα και ο Ντένεθορ ξαναχτύπησε το γκονγκ, ο Πίπιν ένιωθε κατάκοπος.
«Δεν μπορεί να ’ναι πάνω από εννέα η ώρα, σκέφτηκε. Θα μπορούσα τώρα να φάω τρία πρωινά στη σειρά.»
– Οδηγήστε τον Άρχοντα Μιθραντίρ στο κατάλυμα που του έχει ετοιμαστεί, είπε ο Ντένεθορ, και ο σύντροφός του μπορεί να μείνει μαζί του προς το παρόν, αν θέλει. Αλλά να γίνει γνωστό πως τον όρκισα τώρα στην υπηρεσία μου και θα είναι γνωστός ως Πέρεγκριν γιος του Πάλαντιν και να του μάθετε τα μικρότερης σημασίας συνθήματα. Ειδοποιήστε τους Καπεταναίους να παρουσιαστούν εδώ, όσο το δυνατό συντομότερα μετά το χτύπημα της τρίτης ώρας.
»Κι εσύ, Άρχοντα Μιθραντίρ, να έρθεις επίσης, όπως και όταν θελήσεις. Κανείς δε θα σε εμποδίσει να έρθεις να με βρεις οποιαδήποτε ώρα, εκτός από τις λίγες ώρες που κοιμάμαι. Άφησε το θυμό σου για την επιπολαιότητα ενός γέροντα να ξεθυμάνει κι έπειτα έλα να με παρηγορήσεις!
– Επιπολαιότητα; είπε ο Γκάνταλφ. Όχι, άρχοντά μου, όταν ξεμωραθείς, θα πεθάνεις. Μπορείς ακόμα και τη λύπη σου να χρησιμοποιείς σαν προπέτασμα. Νόμισες πως δεν καταλαβαίνω το σκοπό σου όταν για μία ώρα κάθεσαι και κάνεις ερωτήσεις σ’ αυτόν που ξέρει τα λιγότερα, ενώ εγώ παραμερίζομαι;