Όπως και ο περισσότερος κόσμος στους Δύο Ποταμούς, ο Ραντ, είχε μεγάλο πείσμα μέσα του. Οι ξενομερίτες, μερικές φορές, έλεγαν ότι αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων των Δύο Ποταμών, ότι μπορούσαν να δώσουν μαθήματα στα μουλάρια και να διδάξουν τις πέτρες. Οι νοικοκυρές ήταν, συνήθως, καλές κι ευγενικές κυρίες, αλλά σιχαινόταν να τον αναγκάζουν να κάνει κάτι και τον έκαναν να νιώθει σαν να τον κέντριζαν με ραβδιά. Έτσι προχωρούσε βιαστικά κι ευχόταν να πήγαιναν ακόμα πιο γρήγορα.
Σε λίγο ο δρόμος άνοιξε φτάνοντας στο Πράσινο, μια πλατιά έκταση στο κέντρο του χωριού. Συνήθως, το σκέπαζε πυκνή χλόη, αλλά αυτή την άνοιξη το Πράσινο έδειχνε μόνο μερικές φρέσκες τούφες ανάμεσα στα κιτρινιάρικα και τα καφετιά μαραμένα φύλλα και στη μαυρίλα της γυμνής γης. Καμιά δεκαριά χήνες τριγυρνούσαν, κοιτάζοντας υπολογιστικά το χώμα, χωρίς να βρίσκουν τίποτα που ν’ άξιζε να σκύψουν το λαιμό τους και κάποιος είχε δέσει με λουρί μια αγελάδα για να μασά τα αραιά χορτάρια.
Στο δυτικό άκρο του Πράσινου, η Οινοπηγή ανάβλυζε από μια χαμηλή πέτρινη προεξοχή, με νερό που έβγαινε αστείρευτο, τόσο δυνατό, που μπορούσε να ρίξει άνθρωπο κάτω και τόσο γλυκό, που δικαίωνε το όνομά της και με το παραπάνω. Από την πηγή κινούσε και πλάταινε το Νερό της Οινοπηγής και κυλούσε γοργά προς τα ανατολικά, με ιτιές στις όχθες του, μέχρι το μύλο του αφέντη Θέην και παραπέρα, ώσπου χώριζε σε δεκάδες ρυάκια στα βαλτώδη βάθη του Νεροδάσους. Δύο χαμηλές πεζογέφυρες με κιγκλιδώματα διέσχιζαν το καθαρό ποταμάκι στο Πράσινο κι, επίσης, μια πλατύτερη από τις άλλες, τόσο γερή που σήκωνε κάρα. Η Γέφυρα των Κάρων έδειχνε το. σημείο που ο Βόρειος Δρόμος, όπως ερχόταν από το Τάρεν Φέρυ και το Λόφο της Βίγλας, γινόταν ο Παλιός Δρόμος κι έβγαζε στο Ντέβεν Ράιντ. Οι ξένοι, καμιά φορά, το ’βρισκαν αστείο, που ο δρόμος είχε άλλο όνομα προς τα βόρεια κι άλλο προς τα δυτικά· μα ο κόσμος στο Πεδίο του Έμοντ έτσι το είχε από παλιά και σ’ αυτό δεν χωρούσαν κουβέντες. Για τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών αυτός ο λόγος έφτανε.
Στην άλλη άκρη από τις γέφυρες, είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τους σωρούς των ξύλων για τις πυρές του Μπελ Τάιν, τρεις προσεκτικά καμωμένες στοίβες από κούτσουρα, μεγάλες σχεδόν σαν σπίτια. Έπρεπε να είναι πάνω στο χώμα, φυσικά, όχι στο Πράσινο, όσο λειψό κι αν ήταν το γρασίδι. Μερικοί από τους χορούς και τα θεάματα της Γιορτής θα γίνονταν γύρω από τις φωτιές και μερικοί στο Πράσινο.
Κοντά στην Οινοπηγή μερικές γυναίκες ύψωναν σιγοτραγουδώντας το Στύλο της Άνοιξης. Γυμνωμένος από τα κλαριά του, ο ίσιος, λεπτός κορμός ενός έλατου ορθωνόταν τέσσερα μέτρα ψηλός, ακόμα και μέσα στην τρύπα που είχαν σκάψει για να τον βάλουν. Κάποιες κοπελίτσες κάθονταν σταυροπόδι και κοίταζαν με ζήλια, τραγουδώντας πού και πού κάποια στροφή του τραγουδιού που έλεγαν οι γυναίκες· ήταν τόσο νέες, που ακόμα δεν μπορούσαν να χτενίζουν τα μαλλιά τους πλεξούδες.
Ο Ταμ πλατάγισε τη γλώσσα του για να κάνει την Μπέλα να ταχύνει το βήμα, αν κι αυτή τον αγνόησε και ο Ραντ κοίταξε αλλού, για να μη δει τη δουλειά που έκαναν οι γυναίκες. Το πρωί, οι άνδρες θα προσποιούνταν ότι τους είχε ξαφνιάσει η παρουσία του Στύλου και το μεσημέρι οι ανύπαντρες γυναίκες θα χόρευαν στο Στύλο, τυλίγοντας τον με μακριές πολύχρωμες κορδέλες, ενώ οι ανύπαντροι άνδρες θα τραγουδούσαν. Κανένας δεν ήξερε πότε, ή γιατί είχε αρχίσει αυτό το έθιμο —κάτι ακόμα που το είχαν έτσι, απ’ τα παλιά- αλλά ήταν μια πρόφαση για να τραγουδήσουν και να χορέψουν και κανείς στους Δύο Ποταμούς δεν χρειαζόταν πολλές δικαιολογίες γι’ αυτό. Όλη τη μέρα του Μπελ Τάιν θα τραγουδούσαν και θα χόρευαν και θα γλεντούσαν και κάποιες ώρες θα έκαναν αγώνες δρόμου και διαγωνισμούς σχεδόν στα πάντα. Θα έδιναν δώρα, όχι μόνο στους τοξότες, αλλά και σε κείνους που θα ήταν καλύτεροι στη σφεντόνα και στη ράβδο. Θα υπήρχαν διαγωνισμοί αινιγμάτων και γρίφων και διελκυστίνδας, άρσης και ρίψης βαρών, βραβεία για τον καλύτερο τραγουδιστή, τον καλύτερο χορευτή και τον καλύτερο βιολιτζή, για εκείνον που θα κατάφερνε να κουρέψει γρηγορότερα ένα πρόβατο, ακόμα και για τους καλύτερους στη σφαιροκύλιση και τα βελάκια. Το Μπελ Τάιν, κανονικά, θα ερχόταν όταν η άνοιξη θα είχε φτάσει στ’ αληθινά, όταν θα γεννιόνταν τα πρώτα αρνάκια και θα φαίνονταν τα πρώτα σπαρτά. Ακόμα και με το κρύο που δεν έλεγε να φύγει, όμως, κανένας δεν σκεφτόταν να αναβάλουν τη γιορτή. Ο χορός και τα τραγούδια θα τους έκαναν καλό. Και ως αποκορύφωμα, αν πίστευε κανείς τις φήμες, το πρόγραμμα πρόβλεπε μια εντυπωσιακή επίδειξη πυροτεχνημάτων στο Πράσινο — αν εμφανιζόταν έγκαιρα ο πρώτος έμπορος της χρονιάς, φυσικά. Πολλές συζητήσεις ξεσπούσαν μ’ αυτή την αφορμή· είχαν περάσει δέκα χρόνια από την προηγούμενη επίδειξη κι ο κόσμος ακόμα είχε να λέει για τότε.