Выбрать главу

Το Πανδοχείο της Οινοπηγής έστεκε στην ανατολική άκρη του Πράσινου, ακριβώς δίπλα στη Γέφυρα των Κάρων. Το ισόγειο του πανδοχείου ήταν από βράχια του ποταμού, αν και τα θεμέλια ήταν από αρχαιότερες πέτρες που, όπως έλεγαν μερικοί, προέρχονταν από τα βουνά. Ο ασβεστωμένος όροφος —στην πίσω πλευρά του οποίου έμενε ο Μπράντελγουυν αλ’Βερ, ο πανδοχέας και, επί είκοσι χρόνια, δήμαρχος του Πεδίου του Έμοντ, μαζί με τη σύζυγο και τις θυγατέρες του- προεξείχε περιμετρικά πάνω από το ισόγειο. Τα κόκκινα κεραμίδια της σκεπής, η μοναδική του είδους της στο χωριό, άστραφταν στο ασθενικό φως του ήλιου και τρεις από τις δώδεκα καμινάδες του πανδοχείου έβγαζαν καπνό.

Στη νότια πλευρά του πανδοχείου, στην αντίθετη άκρη από το ποταμάκι, εκτεινόταν ό,τι είχε απομείνει από τα πολύ μεγαλύτερα θεμέλια, που κάποτε ήταν μέρος του πανδοχείου — ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Τώρα φύτρωνε στο κέντρο τους μια πελώρια βαλανιδιά, με κορμό περιφέρειας τριάντα βημάτων, που έβγαζε κλαδιά χοντρά όσο ένας άνθρωπος. Το καλοκαίρι, ο Μπραν αλ’Βερ έστηνε τραπέζια και πάγκους, κάτω από κείνα τα κλαδιά, γεμάτα σκιερά φύλλα πια, για να μπορούν οι άνθρωποι να απολαμβάνουν το ποτό τους και τη δροσερή αύρα, ενώ μιλούσαν, ή για να απλώνουν τον άβακα για ένα παιχνίδι λίθων.

“Εδώ είμαστε, παλικάρι μου”. Ο Ταμ άπλωσε το χέρι να πιάσει τα χάμουρα της Μπέλας, μα εκείνη σταμάτησε μπροστά στο πανδοχείο, πριν το χέρι του αγγίξει το δέρμα. “Ξέρει το δρόμο πιο καλά κι από μένα”, είπε μ’ ένα πνιχτό γελάκι.

Όταν ξεψύχησε το τρίξιμο του άξονα, ο Μπραν αλ’Βερ βγήκε από το πανδοχείο· η ανάλαφρη περπατησιά του δεν ταίριαζε σε άνδρα του όγκου του, που ήταν ο διπλός σχεδόν από κάθε άλλον στο χωριό. Ένα χαμόγελο φώτισε το στρογγυλό πρόσωπό του, που το έστεφε μια αραιά φράντζα γκρίζων μαλλιών. Ο πανδοχέας φορούσε πουκάμισο, παρά την παγωνιά και μια αλέκιαστη λευκή ποδιά. Στο στήθος του κρεμόταν ένα ασημένιο μετάλλιο που έδειχνε μια ζυγαριά.

Αυτό το μετάλλιο ήταν το σύμβολο του αξιώματος του δημάρχου, μαζί με την κανονική ζυγαριά, με την οποία ζύγιζε τα νομίσματα των εμπόρων που έρχονταν από το Μπάερλον για μαλλί και καπνό. Ο Μπραν το φορούσε μόνο σε γιορτές, γλέντια και γάμους και όταν είχε πάρε-δώσε με εμπόρους. Τώρα το είχε βάλει μια μέρα νωρίτερα, αλλά η νύχτα που θα ερχόταν ήταν η Νύχτα του Χειμώνα, η νύχτα πριν το Μπελ Τάιν όλο το βράδυ θα αντάλλασσαν επισκέψεις, θα έδιναν και θα έπαιρναν μικροδωράκια, θα έτρωγαν μια μπουκιά φαγητό και θα έπιναν μια γουλιά ποτό σε κάθε σπίτι. Μετά το χειμώνα, σκέφτηκε ο Ραντ, μάλλον τον φαίνεται ότι η Νύχτα του Χειμώνα είναι καλή δικαιολογία για να μην χρειάζεται να περιμένει μέχρι αύριο.

“Ταμ”, φώναξε ο δήμαρχος, καθώς τους πλησίαζε βιαστικά. “Που να λάμψει το Φως πάνω μου, χαίρομαι που σε βλέπω, επιτέλους. Και σένα, Ραντ. Είσαι καλά, αγόρι μου;”

“Μια χαρά, αφέντη αλ’Βερ”, είπε ο Ραντ. “Κι εσύ, κύριε δήμαρχε;” Αλλά η προσοχή του Μπραν είχε ήδη στραφεί στον Ταμ.

“Ό,τι σκεφτόμουν ότι φέτος δεν θα μας φέρεις το μπράντυ σου. Πρώτη φορά έρχεσαι τόσο αργά”.

“Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές δεν ήθελα ν’ αφήσω το σπίτι μου”, απάντησε ο Ταμ. “Έτσι που είναι οι λύκοι τώρα. Και ο καιρός”.

Ο Μπραν ξεφύσηξε. “Μακάρι να ήθελε κανείς να μιλήσει για κάτι άλλο, εκτός από τον καιρό. Όλος ο κόσμος γκρινιάζει. Άνθρωποι που τους είχα για μυαλωμένους νομίζουν ότι μπορώ να το διορθώσω. Είκοσι λεπτά εξηγούσα στην κυρά αλ’Ντόνελ, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τους πελαργούς. Αν και το τι περίμενε να κάνω...” Κούνησε το κεφάλι του.

“Κακός οιωνός”, ανήγγειλε μια βραχνιασμένη φωνή, “να μην έχουν φωλιάσει πελαργοί στις στέγες, τώρα με το Μπελ Τάιν”. Ο Τσεν Μπούι, ροζιασμένος και σκούρος, σαν γέρικη ρίζα, πλησίασε τον Ταμ και τον Μπραν και έγειρε στο ραβδί του, ψηλό σχεδόν όσο κι αυτός και σχεδόν εξίσου ροζιασμένο. Προσπάθησε να κοιτάξει ταυτόχρονα και τους δύο άνδρες με το χαντρίσιο μάτι του. “Θα έρθουν και χειρότερα, ακούστε που σας λέω”.

“Έγινες μάντης λοιπόν και ερμηνεύεις οιωνούς;” ρώτησε ξερά ο Ταμ. “Ή μήπως αφουγκράζεσαι τον άνεμο, σαν Σοφία; Από αέρα άλλο τίποτα. Και από λόγια του αέρα επίσης”.

“Κορόιδευε όσο θέλεις”, μουρμούρισε ο Τσεν, “αλλά, άμα δεν ζεστάνει για να φυτρώσουν σύντομα τα σπαρτά, να δεις πόσα κελάρια θα μείνουν αδειανά πριν το θέρο. Τον άλλο χειμώνα μπορεί να μην έχει απομείνει τίποτα ζωντανό στους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο οι λύκοι και τα κοράκια. Αν έρθει άλλος χειμώνας. Μπορεί να είναι ακόμα ο ίδιος χειμώνας”.