Выбрать главу

“Τι πάει να πει αυτό;” είπε απότομα ο Μπραν.

Ο Τσεν τους κοίταξε ξινά. “Δεν έχω και πολλά καλά να πω για τη Νυνάβε αλ’Μεάρα. Το ξέρετε. Κατ’ αρχάς, παραείναι νέα για... Δεν πειράζει. Ο Κύκλος των Γυναικών φαίνεται ότι έχει αντιρρήσεις, όταν το Συμβούλιο του Χωριού κάνει να πει έστω μια κουβέντα για τις δουλειές τους, αλλά αυτές μπλέκουν στις δικές μας όποτε θέλουν, δηλαδή σχεδόν πάντα, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίν...”

“Τσεν”, τον διέκοψε ο Ταμ, “πού θες να καταλήξεις;”

“Να πού θέλω να καταλήξω, αλ’Θορ. Ρώτα τη Σοφία πότε θα τελειώσει ο χειμώνας και θα τη δεις που θα σηκωθεί να φύγει. Μπορεί να μην θέλει να μας πει τι ακούει στον άνεμο. Μπορεί αυτό που ακούει να είναι πως ο χειμώνας δεν θα τελειώσει. Μπορεί ο χειμώνας να κρατήσει μέχρι να κυλήσει ο Τροχός και να τελειώσει η Εποχή. Να, κατέληξα”.

“Μπορεί χα πρόβατα να πετάξουν”, του ανταπάντησε ο Ταμ και ο Μπραν σήκωσε τα χέρια ψηλά.

“Το Φως να με φυλάξει από τους χαζούς. Είσαι στο Συμβούλιο του Χωριού, Τσεν, και τώρα σπέρνεις τα λόγια των Κόπλιν. Κάτσε να σου τα πω τώρα. Έχουμε τόσα προβλήματα και δεν μας...”

Ο Ραντ ένιωσε κάτι να τραβά γοργά το μανίκι του και άκουσε μια χαμηλή φωνή, ίσα να φτάνει στα δικά του αυτιά, που του απέσπασε την προσοχή από τη συζήτηση των μεγαλυτέρων του. “Έλα, Ραντ, τώρα που τσακώνονται. Πριν σε στρώσουν στη δουλειά”.

Ο Ραντ χαμήλωσε το βλέμμα και, άθελά του, χαμογέλασε. Ο Ματ Κώθον ζάρωνε κάτω από το κάρο, έτσι ώστε να μην τον βλέπουν ο Ταμ και ο Μπραν και ο Τσεν και λύγιζε το νευρώδες σώμα του σαν πελαργός, καθώς προσπαθούσε να διπλωθεί στα δύο.

Τα καστανά μάτια του Ματ άστραφταν ζαβολιάρικα, ως συνήθως. “Ο Νταβ κι εγώ πιάσαμε ένα γερο-ασβό, που παραπονιέται γιατί τον αρπάξαμε από το λαγούμι του. Θα τον αμολήσουμε στο Πράσινο, να δούμε τα κορίτσια να το σκάνε”.

Το χαμόγελο του Ραντ έγινε πιο πλατύ’ δεν του φαινόταν τόσο αστείο όσο θα του φαινόταν πριν ένα ή δύο χρόνια, αλλά ο Ματ δεν έδειχνε να σοβαρεύεται. Έριξε μια βιαστική ματιά στον πατέρα του —οι άνδρες είχαν ακόμα τα κεφάλια σκυμμένα κοντά και μιλούσαν και οι τρεις μαζί- και χαμήλωσε κι αυτός τη φωνή του. “Υποσχέθηκα να ξεφορτώσω τον μηλίτη. Μπορώ να σε βρω μετά όμως”.

Ο Ματ ύψωσε αγανακτισμένος το βλέμμα στον ουρανό. “Θα κουβαλάς βαρέλια! Που να καώ, προτιμώ να παίξω λίθους με τη μικρή μου αδερφούλα. Πάντως, ξέρω και καλύτερα πράγματα από τους ασβούς. Έχουμε ξένους στους Δύο Ποταμούς. Χτες το βράδυ...”

Για μια στιγμή, του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. “Ένας άνδρας απάνω σε άλογο;” ρώτησε με ένταση. “Ένας άνδρας με μαύρο μανδύα, σε μαύρο άλογο; Και ο μανδύας του δεν σαλεύει όταν φυσάει αέρας;”

Ο Ματ κατάπιε το χαμόγελο του και η φωνή του έγινε ένας ακόμα πιο τραχύς ψίθυρος. “Τον είδες κι εσύ; Νόμιζα ότι ήμουν μόνο εγώ. Μη γελάσεις, Ραντ, αλλά με τρόμαξε”.

“Δεν γελώ. Με τρόμαξε κι εμένα. Θα ’παιρνα όρκο ότι με μισούσε, ότι ήθελε να με σκοτώσει”. Ο Ραντ ανατρίχιασε. Ως αυτή τη μέρα ο Ραντ δεν είχε σκεφτεί ότι θα ήθελε κανείς να τον σκοτώσει, ότι στ’ αλήθεια θα ήθελε να τον σκοτώσει. Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν στους Δύο Ποταμούς. Τύχαινε καμιά φορά να έρθουν κάποιοι στα χέρια, ή ν’ ανταλλάξουν γροθιές, αλλά όχι να σκοτωθούν.

“Δεν ξέρω για το μίσος που λες, Ραντ, αλλά όμως ήταν πολύ τρομακτικός. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται στο άλογό του, κοιτάζοντας με, λίγο έξω από το χωριό, αλλά ποτέ δεν ένιωσα τόσο φόβο στη ζωή μου. Τέλος πάντων, τράβηξα το βλέμμα, μόνο για μια στιγμή —να σου πω, δεν ήταν εύκολο- και ύστερα, όταν ξανακοίταξα, είχε εξαφανιστεί. Αίμα και στάχτες! Τρεις μέρες πέρασαν και δεν μπορώ να τον βγάλω από το νου μου. Συνέχεια κοιτάζω πάνω απ’ τον ώμο μου”. Ο Ματ προσπάθησε να αφήσει ένα γέλιο, που όμως βγήκε σαν κρώξιμο. “Είναι αστείο το πώς κάνεις όταν τρομάζεις. Σκέφτεσαι παράξενα πράγματα. Στ’ αλήθεια, μου πέρασε από το νου —μόνο για μια στιγμή, έτσι;- ότι μπορεί να ήταν ο Σκοτεινός”. Αλλη μια φορά προσπάθησε να γελάσει, αλλά αυτή τη φορά δεν βγήκε κανένας ήχος.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είπε παπαγαλίστικα, για να τα θυμηθεί κι ο ίδιος, “Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, πέρα από τη Μεγάλη Μάστιγα, παγιδευμένοι από το Δημιουργό στη στιγμή της Δημιουργίας, παγιδευμένοι ως το τέλος του χρόνου. Το χέρι του Δημιουργού προστατεύει τον κόσμο και το Φως λάμπει πάνω σ’ όλους μας”. Πήρε άλλη μια ανάσα και συνέχισε. “Εκτός απ’ αυτό, αν ήταν ελεύθερος, τι δουλειά έχει ο Ποιμένας της Νυκτός να χαζεύει αγροτόπαιδα στους Δύο Ποταμούς;”