“Δεν ξέρω. Μα ξέρω ότι ο καβαλάρης ήταν... κάτι κακό. Μη γελάς. Παίρνω όρκο γι’ αυτό. Μπορεί να ήταν ο Δράκοντας”.
“Όλο χαρούμενες σκέψεις κάνεις σήμερα, ε;” μουρμούρισε ο Ραντ. “Είσαι χειρότερος κι από τον Τσεν”.
“Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι οι Αποδιωγμένοι θα έρθουν να μι; πάρουν, αν δεν βάλω μυαλό. Είναι ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Ισαμαήλ και τον Άγκινορ”.
“Όλες οι μάνες λένε για τους Αποδιωγμένους για να φοβίζουν τα παιδιά”, είπε ξερά ο Ραντ, “αλλά τα πιο πολλά το ξεπερνούν. Γιατί όχι ο Σκιάνθρωπος, αφού πήρες φόρα;”
Ο Ματ τον αγριοκοίταξε. “Έχω να τρομάξω τόσο πολύ από... Μπα, ποτέ δεν τρόμαξα τόσο και δεν με πειράζει που το παραδέχομαι”.
“Ούτε κι εγώ. Ο πατέρας μου λέει ότι άδικα σκιάχτηκα”.
Ο Ματ ένευσε με σκοτεινό ύφος και έγειρε πίσω, ακουμπώντας τη ρόδα του κάρου. “Το ίδιο κι ο δικός μου. Το είπα στον Νταβ και στον Έλαμ Ντάουτρη. Από τότε έχουν τα μάτια τους τέσσερα, αλλά δεν είδαν τίποτα. Τώρα ο Έλαμ πιστεύει ότι ήθελα να τον κοροϊδέψω. Ο Νταβ νομίζει ότι ήταν κάποιος από το Τάρεν Φέρυ — κλέφτης προβάτων, ή κλεφτοκοτάς. Κλεφτοκοτάς!” Σιώπησε, θιγμένος.
“Μάλλον όλα αυτά είναι μια χαζομάρα”, είπε τελικά ο Ραντ. “Μπορεί να είναι μονάχα κάποιος κλέφτης προβάτων”. Προσπάθησε να το φανταστεί, αλλά ήταν σαν να φαντάζεται λύκο να παίρνει τη θέση της γάτας μπροστά σε ποντικότρυπα.
“Πάντως δεν μου άρεσε ο τρόπος που με κοίταζε. Ούτε και σένα σου άρεσε, κατά πως βλέπω να φέρεσαι. Σε κάποιον πρέπει να το πούμε”.
“Το είπαμε, Ματ και οι δύο και δεν μας πίστεψαν. Φαντάζεσαι να προσπαθήσεις να πείσεις τον αφέντη αλ’Βερ γι’ αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να τον έχει δει; Θα μας στείλει στη Νυνάβε, να δει αν είμαστε άρρωστοι”.
“Τώρα είμαστε δύο. Κανένας δεν θα πιστέψει ότι κι εγώ κι εσύ το φανταστήκαμε”.
Ο Ραντ έτριψε με δύναμη την κορυφή του κεφαλιού του, ενώ αναρωτιόταν τι έπρεπε να πει. Ο Ματ είχε γίνει βούκινο στο χωριό.
Ελάχιστοι είχαν γλιτώσει από τις φάρσες του. Τώρα το όνομά του αναφερόταν, κάθε φορά που το σκοινί της μπουγάδας κοβόταν κι έριχνε τα ρούχα στο χώμα, ή που το λουρί της σέλας χαλάρωνε και σώριαζε κάποιον αγρότη στο δρόμο. Δεν χρειαζόταν καν να είναι μπροστά κι ο Ματ. Η υποστήριξη του ίσως να χειροτέρευε την κατάσταση.
Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ είπε, “Ο πατέρας σου θα πίστευε πως εσύ με παρέσυρες κι ο δικός μου...” Κοίταξε πέρα από το κάρο, προς το σημείο όπου προηγουμένως μιλούσαν ο Ταμ και ο Μπραν και ο Τσεν και βρέθηκε να κοιτάζει τον πατέρα του κατάματα. Ο δήμαρχος ακόμα τα έψελνε στον Τσεν, ο οποίος τα δεχόταν βλοσυρά και σιωπηλά.
“Καλημέρα, Μάτριμ”, είπε ο Ταμ κεφάτα, δοκιμάζοντας με το χέρι το βάρος ενός βαρελιού με μπράντυ στο πλαϊνό του κάρου. “Τι βλέπω, ήρθες να βοηθήσεις τον Ραντ να ξεφορτώσει τον μηλίτη. Είσαι πρώτο παλικάρι”.
Ο Ματ, με το που άκουσε την πρώτη λέξη, πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να κάνει προς τα πίσω. “Καλή σου μέρα και σένα, αφέντη αλ’Θορ. Και σε σένα, αφέντη αλ’Βερ. Αφέντη Μπούι. Είθε το Φως να λάμπει πάνω σας. Ο μπαμπάς με έστειλε να...”
“Δεν χωρά αμφιβολία”, είπε ο Ταμ. “Κι επίσης, δεν χωρά αμφιβολία πως, αφού είσαι από τα παλικάρια που κάνουν τις αγγαρείες τους και ξεμπερδεύουν αμέσως, θα έχεις τελειώσει κιόλας τη δουλειά. Λοιπόν, όσο πιο γρήγορα κατεβάσετε οι δυο σας τον μηλίτη στο κελάρι του αφέντη αλ’Βερ, τόσο πιο γρήγορα θα δείτε τον Βάρδο”.
“Βάρδος!” αναφώνησε ο Ματ και στάθηκε σαν κεραυνοβολημένος, ενώ την ίδια στιγμή ο Ραντ ρωτούσε, “Πότε θα έρθει;”
Ο Ραντ θυμόταν μόνο δύο Βάρδους να έχουν έρθει στους Δύο Ποταμούς, σ’ ολόκληρη τη ζωή του και την πρώτη φορά ήταν τόσο μικρός που καθόταν στους ώμους του Ταμ για να δει. Και τώρα θα είχαν έναν στο Μπελ Τάιν, με την άρπα του και το φλάουτο του και τις ιστορίες του και τα λοιπά... το Πεδίο του Έμοντ θα συζητούσε γι’ αυτή τη Γιορτή δέκα χρόνια, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν πυροτεχνήματα.
“Χαζομάρες”, μούγκρισε ο Τσεν, αλλά έμεινε σιωπηλός μετά από ένα βλέμμα του Μπραν, που είχε το κύρος του αξιώματος του δημάρχου.
Ο Ταμ έγειρε στο κάρο, ξεκουράζοντας το μπράτσο του πάνω σ’ ένα βαρέλι με μπράντυ. “Ναι, Βάρδος, και είναι κιόλας εδώ. Σύμφωνα με τον αφέντη αλ’Βερ, αυτή τη στιγμή είναι σ’ ένα δωμάτιο του πανδοχείου”.
“Έφτασε μες στα μαύρα μεσάνυχτα”. Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. “Βαρούσε την εξώπορτα και ξύπνησε όλη την οικογένεια. Αν δεν ήταν η Γιορτή, θα του έλεγα να βάλει μόνος του το άλογο στο στάβλο και να κοιμηθεί στ’ άχυρα μαζί του, δεν πα να ’ναι Βάρδος. Φαντάσου να ’ρχεται έτσι, στο μαύρο σκοτάδι”.
Ο Ραντ τον κοίταξε με απορία. Κανένας δεν ταξίδευε τη νύχτα έξω από το χωριό τέτοιες μέρες και μάλιστα μόνος του. Ο καλαμοτεχνίτης μούγκρισε πάλι σιγά, τόσο αδύναμα, που ο Ραντ δεν κατάλαβε παρά μόνο μια-δυο λέξεις. “Τρελός” και “αφύσικο”.