“Δεν πιστεύω να φορά μαύρο μανδύα, ε;” ρώτησε απότομα ο Ματ.
Ο Μπραν γέλασε πνιχτά και η κοιλιά του σείστηκε. “Μαύρο! Ο μανδύας του είναι σαν κάθε Βάρδου που έχω δει. Πιο πολλά τα μπαλώματα από το ύφασμα και πιο πολλά χρώματα απ’ όσα βάζει ο νους σου”.
Ο Ραντ γέλασε δυνατά, ξαφνιάζοντας και τον εαυτό του, μ’ ένα λυτρωτικό γέλιο. Ο μαυροντυμένος απειλητικός καβαλάρης σαν Βάρδος, γελοία ιδέα, μα... Σφάλισε το στόμα του με την παλάμη του, ντροπιασμένος.
“Βλέπεις, Ταμ”, είπε ο Μπραν. “Από τότε που έπεσε ο χειμώνας δεν ακούγονται πολλά γέλια στο χωριό. Τώρα, ακόμα και ο μανδύας του Βάρδου μας κάνει να γελάμε. Αυτό και μόνο αξίζει τα έξοδα που τον φέραμε από το Μπάερλον”.
“Εσείς λέτε ό,τι θέλετε”, είπε απότομα ο Τσεν. “Εγώ λέω ξανά ότι άδικα σπαταλάμε λεφτά. Και τα πυροτεχνήματα που επιμένατε όλοι να φέρετε”.
“Αρα θα έχει πυροτεχνήματα”, είπε ο Ματ, αλλά ο Τσεν συνέχισε να μιλά.
“Έπρεπε να έχουν φτάσει εδώ κι ένα μήνα με τον πρώτο έμπορο της χρονιάς, αλλά δεν είδαμε έμπορο ακόμα, ε; Αν δεν έρθει ως αύριο, τι θα τα κάνετε; Θα κάνετε άλλη μια γιορτή για να τα ρίξετε; Αν δηλαδή τα φέρει, βέβαια”.
“Τσεν” ―ο Ταμ αναστέναξε- “λες κι είσαι από το Τάρεν Φέρυ, δεν έχεις ούτε τόσο δα εμπιστοσύνη”.
“Που είναι, τότε; Για πες μου, αλ’Θορ”.
“Γιατί δεν μας το είπατε;” απαίτησε να μάθει ο Ματ με θιγμένο τόνο. “Το χωριό θα χαιρόταν, σχεδόν άλλο τόσο, με την προσμονή του, όχι μόνο με τον Βάρδο. Ή σχεδόν το ίδιο. Δείτε πώς κάνουν όλοι, τώρα που ακούστηκαν φήμες για τα πυροτεχνήματα”.
“Το βλέπω”, απάντησε ο Μπραν, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον καλαμοτεχνίτη. “Και αν ήξερα στα σίγουρο ποιος άρχισε αυτές τις φήμες... αν σκεφτόμουν, φερ’ ειπείν, ότι κάποιος παραπονιόταν για το κόστος μπροστά σε κόσμο, ενώ κανονικά είπαμε να το κρατήσουμε μυστικό...”
Ο Τσεν ξερόβηξε. “Τα κόκαλά μου είναι γέρικα και δεν αντέχουν τέτοιο αέρα. Αν μου επιτρέπετε, πάω να δω μπας και η κυρά αλ’Βερ μου βάλει λίγο ζαχαρωμένο κρασί, να φύγει η παγωνιά. Δήμαρχε. Αλ’Θορ”. Είχε ήδη ξεκινήσει για το πανδοχείο, ενώ ακόμα μιλούσε και, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Μπραν αναστέναξε.
“Μερικές φορές νομίζω πως η Νυνάβε έχει δίκιο για... Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία τώρα. Εσείς οι νεαροί καθίστε και σκεφτείτε το. Όλοι χαίρονται για τα πυροτεχνήματα, όντως, και είναι μονάχα μια φήμη. Σκεφτείτε πώς θα κάνουν, αν ο έμποροι, δεν προφτάσει να έρθει, ενώ εμείς τα περιμένουμε με λαχτάρα, Και με τέτοιο καιρό, ποιος ξέρει πότε θα φτάσει. Θα ήταν πενήντα φορές πιο χαρούμενοι με τον Βάρδο”.
“Και θα ήταν πενήντα φορές πιο δυστυχισμένοι, αν δεν είχε έρθει”, είπε αργά ο Ραντ. “Ακόμα και το Μπιλ Τάιν δεν θα άλλαζε πολύ τη διάθεση τους μετά”.
“Βλέπω έχεις μυαλό, άμα θέλεις”, είπε ο Μπραν. “Ταμ, κάποια μέρα θα σε ακολουθήσει στο Συμβούλιο του Χωριού, Άκου τι σου λέω. Και τώρα ακόμα, δεν θα ήταν χειρότερος από κάποιον άλλο, να μην πω ποιον”.
“Καλά όλα αυτά, αλλά το κάρο είναι φορτωμένο”, είπε κοφτά ο Ταμ, δίνοντας ένα βαρελάκι μπράντυ στον Δήμαρχο. “Θέλω ζεστή φωτιά, την πίπα μου και ένα ποτήρι από την καλή μπύρα που χεις”. Σήκωσε άλλο ένα βαρελάκι στον ώμο του, “Είμαι σίγουροι, πως ο Ραντ θα σε ευχαριστήσει για τη βοήθεια σου, Μάτριμ. Μην ξεχνάτε ότι όσο πιο γρήγορα κατεβάσετε τον μηλίτη στο κελάρι...”
Ενώ ο Ταμ και ο Μπραν έμπαιναν στο πανδοχείο, ο Ραντ κοίταξε τον φίλο του, “Δεν είσαι υποχρεωμένος να βοηθήσεις. Ο Νταβ δεν θα κρατήσει πολύ ακόμα τον ασβό”.
“Ε, γιατί όχι;” είπε ο Ματ καρτερικά. “Όπως είπε ο μπαμπάς σου, όσο πιο γρήγορα το πάμε στο κελάρι...” Σήκωσε ένα βαρέλι και με τα δύο χέρια και πήγε μισοτρέχοντας προς το πανδοχείο. “Μπορεί να είναι κάπου εδώ γύρω η Εγκουέν. Πιο αστείο από τον ασβό είναι όταν σε βλέπω να την κοιτάς σαν ζαβλακωμένο βόδι”.
Ο Ραντ κοντοστάθηκε, καθώς έβαζε το τόξο και το βέλος στο πίσω μέρος του κάρου. Στ’ αλήθεια, είχε καταφέρει να βγάλει την Εγκουέν από το νου του. Αυτό ήταν ασυνήθιστο. Αλλά, σίγουρα, η Εγκουέν θα ήταν κάπου κοντά στο πανδοχείο. Δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να την αποφύγει. Βέβαια, είχε πολλές βδομάδες να τη δει.
“Λοιπόν;” φώναξε ο Ματ από την είσοδο του πανδοχείου. “Δεν είπα ότι θα το κάνω μόνος μου. Ακόμα δεν μπήκες στο Συμβούλιο”.
Ο Ραντ τινάχτηκε, σήκωσε ένα βαρελάκι και τον ακολούθησε. Ίσως η Εγκουέν να μην ήταν εκεί. Κατά παράξενο τρόπο, αυτό το ενδεχόμενο δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα.
2
Ξένοι
Όταν ο Ραντ και ο Ματ πέρασαν με τα πρώτα βαρέλια από την κοινή αίθουσα, ο αφέντης αλ’Βερ ήδη γέμιζε δυο ποτήρια με την καλύτερη μαύρη μπύρα του, δικής του παρασκευής, από ένα από τα βαρελάκια που ήταν στοιβαγμένα κι ακουμπιςμένα στον τοίχο. Ο Φαγούρας, ο κίτρινος γάτος του πανδοχείου, ζάρωνε πάνω στο βαρελάκι, με τα μάτια κλεισμένα και την ουρά κουλουρκιομένη γύρω από τα πόδια του. Ο Ταμ στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τζάκι από ποταμίσιες πέτρες, πατώντας με τον αντίχειρα τον καπνό μιας μακριάς πίπας, που τον έπαιρνε από ένα γυαλισμένο κουτί, που ο πανδοχέας είχε πάντα πάνω στο απλό πέτρινο γείσο του τζακιού. Το τζάκι κάλυπτε το μισό τοίχο του μεγάλου τετράγωνου δωματίου, με την κορνίζα του να φτάνει στο ύψος του ώμου, ενώ οι φλόγες, που τριζοβολούσαν, έδιωχναν την παγωνιά.