Μια λάμπα κρεμόταν πάνω από τα σκαλοπάτια του κελαριού, κοντά στην πόρτα της κουζίνας και μια άλλη έρεχνε μια λιμνούλα φωτός στο δωμάτιο με τους πέτρινους τοίχους, κάτω από το πανδοχείο, διαλύοντας το μισοσκόταδο, με μόνη εξαίρεση κάποιες μακρινές γωνίες. Ξύλινα ράφια στους τοίχους και στο πάτωμα κρατούσαν βαρελάκια με μπράντυ και μηλίτη και μι γάλα βαρέλια με μπύρα και κρασί, μερικά με κάνουλες. Πολλά κρασοβάρελα είχαν σημάδια από κιμωλία, με το γράψιμο του Μπραν αλ’Βερ, που έλεγαν τη χρονιά που είχαν έρθει, τον έμπορο από τον οποί είχαν αγοραστεί και την πόλη της προέλευσης τους, όμως η μπύρα και το μπράντυ ήταν παραγωγή των αγροτών των Δύο Ποταμών, ή του ίδιου του Μπραν. Πραματευτές, ακόμα και έμποροι, μερικές, φορές έφερναν μπράντυ ή μπύρα από έξω, αλλά ποτέ δεν ήταν καλό και επίσης κόστιζε μια περιουσία και κανένας ποτέ δεν έπινε δεύτερο ποτήρι.
“Τώρα”, είπε ο Ραντ, καθώς ακουμπούσαν τα βαρελάκια στα ράφια, “τι έκανες και πρέπει να αποφεύγεις τον αφέντη Λούχαν;”
Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. “Στην ουσία, τίποτα. Είπα στον Άνταν αλ’Κάαρ και σε κάποιους από τους φίλους του, τα μυξιάρικα― τον Γιούιν Φίνγκαρ και τον Νταγκ Κόπλιν― ότι μερικοί αγρότες είχαν δει λαγωνικά φαντάσματα, που ανάσαιναν φωτιά κι έτρεχαν στα δάση. Το κατάπιαν σαν ξινισμένη κρέμα”.
“Και ο αφέντης Λούχαν σου θύμωσε γι’ αυτό;” είπε δύσπιστα ο Ραντ.
“Όχι ακριβώς”. Ο Ματ έκανε μια παύση, έπειτα κούνησε το κεφάλι. “Κοίτα, έριξα αλεύρι σε δύο από τα σκυλιά του, για να είναι κάτασπρα. Μετά τα αμόλησα κοντά στο σπίτι του Νταγκ. Πού να ξέρω ότι θα έτρεχαν κατευθείαν πίσω στο σπίτι τους; Στ’ αλήθεια, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Αν η κυρά Λούχαν δεν είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή, δεν θα έμπαιναν μέσα. Αφού δεν ήθελα να της γεμίσω το σπίτι αλεύρια”. Άφησε ένα κοφτό, βραχνό γελάκι. “Άκουσα ότι κυνηγούσε τον γέρο-Λούχαν και τα σκυλιά και τους τρεις, να τους διώξει από το σπίτι, με τη σκούπα”.
Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό και ταυτόχρονα γέλασε. “Αν ήμουν στη θέση σου, πιο πολύ θα ανησυχούσα για την Άλσμπετ Λούχαν, παρά για τον σιδερά. Είναι χεροδύναμη σαν κι αυτόν και πιο κακότροπη. Αλλά δεν πειράζει. Αν περπατάς γρήγορα, ίσως να μην σε προσέξει”. Η έκφραση του Ματ έλεγε πως δεν θεωρούσε τον Ματ καθόλου αστείο.
Όταν ξαναπέρασαν από την κοινή αίθουσα, όμως, δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί ο Ματ. Οι έξι άνδρες είχαν τις καρέκλες τους στριμωγμένες δίπλα-δίπλα μπροστά στο τζάκι. Ο Ταμ, με την πλάτη γυρισμένη στη φωτιά, μιλούσε χαμηλόφωνα και οι άλλοι έγερναν μπροστά για να ακούσουν, τόσο προσηλωμένοι στα λόγια του, που δεν θα πρόσεχαν, ακόμα κι αν περνούσε από κει μέσα, ένα κοπάδι πρόβατα. Ο Ραντ ήθελε να πλησιάσει πιο κοντά για να ακούσει τι έλεγαν, αλλά ο Ματ τον τράβηξε από το μανίκι και τον κοίταξε με απόγνωση. Αυτός αναστέναξε και ακολούθησε τον Ματ έξω στο κάρο.
Επιστρέφοντας στο διάδρομο, βρήκαν ένα δίσκο στην αρχή της σκάλας και καυτές μελόπιτες να γεμίζουν το Χολ με τη γλυκιά ευωδιά τους. Παρά το ότι ο ίδιος είχε πει να περιμένουν για αργότερα, ο Ραντ βρέθηκε να κάνει τις δύο τελευταίες διαδρομές από ίο κάρο στο κελάρι προσπαθώντας να ισορροπήσει, ταυτόχρονα, το βαρελάκι και την καυτή μελόπιτα.
Άφησε το τελευταίο βαρελάκι στο ράφι και σκούπισε τα ψίχουλα από το στόμα του, ενώ ο Ματ απίθωνε το δικό του και ύστερα είπε, “Τώρα, για τον Βάρδ—”
Ποδοβολητό ακούστηκε στα σκαλιά και ο Γιούιν Φίνγκαρ, παραλίγο, θα ’πεφτε μέσα στο κελάρι πάνω στη βιάση του, με το παχουλό του πρόσωπο να λάμπει, ενθουσιασμένο από την επιθυμία να πει τα νέα που είχε. “Έχει ξένους στο χωριό”. Σταμάτησε για να ξαναβρεί την ανάσα του και κοίταξε τον Ματ ειρωνικά. “Δεν είδα λαγωνικά φαντάσματα, αλλά άκουσα ότι κάποιος αλεύρωσε τα σκυλιά του αφέντη Λούχαν. Άκουσα ότι η κυρά Λούχαν κάτι ξέρει για τον φταίχτη”.
Τα χρόνια που χώριζαν τον Ραντ και τον Ματ από τον Γιούιν, μόνο δεκατέσσερα, ήταν συνήθως αρκετά για να μην πολυδίνουν οι δυο τους μεγάλη σημασία σ’ ό,τι έλεγε. Αυτή τη φορά αντάλλαξαν μια έκπληκτη ματιά και μετά άρχισαν να μιλούν ταυτοχρόνως.
“Στο χωριό;” ρώτησε ο Ραντ. “Όχι στο δάσος;”
Πριν σχεδόν τελειώσει τη φράση του, ο Ματ πρόσθεσε, “Ο μανδύας του ήταν μαύρος; Μπορούσες να δεις το πρόσωπό του;”
Ο Γιούιν κοίταξε αβέβαια πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον και μετά μίλησε βιαστικά, όταν ο Ματ έκανε απειλητικά ένα βήμα προς το μέρος του. “Και βέβαια μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Και ο μανδύας του είναι πράσινος. Ή ίσως γκρίζος. Αλλάζει. Μοιάζει να γίνεται ένα με το μέρος που στέκεται. Μερικές φορές δεν τον βλέπεις, ακόμα κι όταν τον κοιτάς κατευθείαν, εκτός αν σαλέψει. Και ο δικός της είναι γαλάζιος, σαν τον ουρανό και δέκα φορές πιο φανταχτερός από ό,τι γιορτινά ρούχα έχω δει ποτέ. Κι αυτή είναι δέκα φορές πιο όμορφη από κάθε άλλη που έχω δει. Είναι αρχόντισσα, ευγενικής καταγωγής, σαν τις ιστορίες. Πρέπει να είναι”.