“Ποια;” είπε ο Ραντ. “Τι λες τώρα;” Κοίταξε τον Ματ, που είχε σηκώσει και τα δύο του χέρια στο κεφάλι του και είχε κλείσει τα μάτια με δύναμη.
“Γι’ αυτούς ήθελα να σου πω”, μουρμούρισε ο Ματ, “πριν με αγγαρέψεις για να-” Σταμάτησε κι άνοιξε τα μάτια για να ρίξει ένα αυστηρό βλέμμα στον Γιούιν. “Έφτασαν χτες το βράδυ”, συνέχισε ο Ματ μετά από μια στιγμή, “και έκλεισαν δωμάτια, εδώ στο πανδοχείο. Τους είδα που ήρθαν καβάλα. Τα άλογά του, Ραντ. Ποτέ δεν είδα άλογα τόσο ψηλά, με τόσο γυαλιστερό τρίχωμα. Δείχνουν σαν να έχουν φτερά. Νομίζω πως αυτός δουλεύει για εκείνη”.
“Στην υπηρεσία της”, παρενέβη ο Γιούιν. “Έτσι λένε στις ιστορίες, ότι είναι στην υπηρεσία της”.
Ο Ματ συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει ο Γιούιν. “Τέλος πάντων, αυτός την υπακούει, κάνει ό,τι του λέει. Μόνο που δεν είναι σαν να τον έχει με μεροκάματο. Είναι στρατιώτης, ίσως. Έτσι όπως φορά το σπαθί του, είναι σαν κομμάτι του, σαν το χέρι ή το πόδι του. Μπροστά του οι φρουροί των εμπόρων είναι σαν κοπρόσκυλα. Κι αυτή, Ραντ. Ποτέ δεν φαντάστηκα κάποια σαν αυτήν. Βγήκε από τις ιστορίες των τραγουδιστών. Είναι σαν... σαν...” Κοντοστάθηκε για να κοιτάξει ξινά τον Γιούιν. ”...Σαν αρχόντισσα ευγενικής καταγωγής”, κατέληξε μ’ ένα στεναγμό.
“Μα ποιοι είναι;” ρώτησε ο Ραντ. Με εξαίρεση τους εμπόρους, που έρχονταν μια φορά το χρόνο για να αγοράσουν καπνό και μαλλί και τους πραματευτές, ποτέ δεν έρχονταν ξενομερίτες στους Δύο Ποταμούς, ή σχεδόν ποτέ. Ίσως στο Τάρεν Φέρυ, αλλά όχι τόσο νότια. Οι περισσότεροι έμποροι και πραματευτές έρχονταν και ξανάρχονταν χρόνια τώρα κι έτσι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν ακριβώς ξένοι. Απλώς ξενομερίτες. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε εμφανιστεί πραγματικός ξένος στο Πεδίο του Έμοντ κι εκείνος ήθελε να κρυφτεί από κάτι φασαρίες στο Μπάερλον, που κανένας στο χωριό δεν είχε καταλάβει τι ήταν. Δεν είχε μείνει πολύ. “Τι θέλουν;”
“Τι θέλουν;” αναφώνησε ο Ματ, “Δεν με νοιάζει τι θέλουν. Ξένοι, Ματ, και μάλιστα ξένοι που σαν αυτούς δεν ονειρεύτηκες ποτέ σου. Σκέψου το!”
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του, μετά το ξανάκλεισε δίχως να μιλήσει. Ο καβαλάρης με το μαύρο μανδύα τον είχε κάνει να νιώθει νευρικός, σαν γάτα σε αγώνα σκύλων. Έμοιαζε να είναι μια αλλόκοτη σύμπτωση η εμφάνιση τριών ξένων στο χωριό την ίδια στιγμή. Τριών, αν ο μανδύας αυτού του τύπου που άλλαζε χρώματα δεν γινόταν μαύρος.
“Το όνομά της είναι Μουαραίν”, είπε ο Γιούιν μετά από λίγο. “Τον άκουσα να το λέει. Μουαραίν, έτσι την είπε. Αρχόντισσα Μουαραίν. Το δικό του όνομα είναι Λαν. Η Σοφία μπορεί να μη τη συμπαθεί, αλλά εμένα μου αρέσει”.
“Γιατί λες ότι η Νυνάβε την αντιπαθεί;” είπε ο Ραντ.
“Ρώτησε τη Σοφία για ένα μέρος που ήθελε να πάει σήμερα το πρωί”, είπε ο Γιούιν, “και την είπε “παιδί μου””. Ο Ραντ και ο Ματ σφύριξαν χαμηλόφωνα μέσα από τα δόντια τους κι ο Γιούιν μπέρδεψε τα λόγια του, σπεύδοντας να τους εξηγήσει. “Η Αρχόντισσα Μουαραίν δεν ήξερε ότι ήταν η Σοφία. Ζήτησε συγνώμη όταν το κατάλαβε. Ζήτησε συγνώμη. Και τη ρώτησε για βοτάνια και για τον κόσμο στο Πεδίο του Έμοντ, με σεβαομό, σαν να ’ταν γυναίκα του χωριού — και πιο πολύ από κάποιες άλλι;ς. Όλο κάνει ερωτήσεις, πόσων χρονών είναι ο ένας κι ο άλλος, πόσον καιρό έχει που μένουν εκεί και... και δεν ξέρω τι άλλο. Τέλος πάντων, η Νυνάβε απάντησε σαν να είχε δαγκώσει άγουρο γλυκόμουρο. Ύστερα, όταν η Αρχόντισσα Μουαραίν έφευγε, η Νυνάβε την κοίταζε σαν... να, καθόλου φιλικά, σας το λέω”.
“Αυτό είναι όλο;” είπε ο Ραντ. “Ξέρεις α νεύρα έχει η Νυνάβε. Όταν πέρυσι ο Τσεν Μπούι την είπε παιδί, τον βάρεσε καταακέφαλα με το ραβδί της κι ο Τσεν είναι στο Συμβούλιο νου Χωριού κι, εκτός αυτού, είναι τόσο γέρος που θα μπορούσε να είναι και παππούς της. Ανάβει και κορώνει με το παραμικρό και μέχρι να γυρίσει την πλάτη ο θυμός έχει σβήσει”.
“Κι αυτό πολύ είναι”, μουρμούρισε ο Γιούιν.
“Δεν με νοιάζει ποιον βαράει η Νυνάβε” —ο Ματ χαχάνισε-“αρκεί να μην βαράει εμένα. Φέτος θα είναι το καλύτερο Μπελ Τάιν. Ένας Βάρδος, μια αρχόντισσα — τι παραπάνω να ζητήσεις; Τι να τα κάνουμε τα πυροτεχνήματα;”
“Βάρδος;” είπε ο Γιούιν, με φωνή που δυνάμωσε απότομα.
“Έλα, Ραντ”, συνέχισε ο Ματ, αγνοώντας τον μικρό. “Ξεμπερδέψαμε μ’ αυτά. Πρέπει να δεις εκείνον τον τύπο”.
Ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλοπάτια, με τον Γιούιν να τρέχει παραπατώντας πίσω του και να φωνάζει, “Στ’ αλήθεια ήρθε και Βάρδος, Ματ; Δεν είναι κι αυτό σαν την ιστορία για τα λαγωνικά φαντάσματα, ε; Ή τα βατράχια;”
Ο Ραντ κοντοστάθηκε μια στιγμή, μονάχα για να χαμηλώσει το φως της λάμπας και ύστερα έτρεξε στο κατόπι τους.