Выбрать главу

Στην κοινή αίθουσα, ο Ρόουαν Χαρν και ο Σάμελ Κρω είχαν έρθει και συντρόφευαν τους άλλους μπροστά στο τζάκι και τώρα βρισκόταν συναγμένο εκεί ολόκληρο το Συμβούλιο του Χωριού. Εκείνη τη στιγμή μιλούσε ο Μπραν αλ’Βερ και είχε χαμηλώσει τόσο τον τόνο της, φυσιολογικά, βαριάς φωνής του, που μόνο ένα μουρμουριστό μπουμπουνητό ακουγόταν από τις στριμωγμένες καρέκλες. Ο δήμαρχος τόνιζε τα λόγια του, χτυπώντας με το χοντρό δείκτη του την παλάμη του άλλου χεριού και κοίταζε τον καθένα με τη σειρά του. Όλοι ένευαν, συμφωνώντας μ’ αυτά που τους έλεγε, παρ’ όλο που ο Τσεν ήταν πιο διστακτικός από τους υπόλοιπους.

Ο τρόπος που ήταν μαζεμένοι, όλοι κοντά-κοντά, μιλούσε καθαρά, σαν να είχαν βάλει ταμπέλα. Όποιο κι αν ήταν το θέμα που τους απασχολούσε, αφορούσε μονάχα για το Συμβούλιο του Χωριού, τουλάχιστον προς το παρόν. Δεν θα τους άρεσε, αν ο Ραντ προσπαθούσε να κρυφακούσει. Απομακρύνθηκε απρόθυμα. Υπήρχε, τουλάχιστον, ο τραγουδιστής. Και οι ξένοι.

Έξω, η Μπέλα και το κάρο δεν φαίνονταν πια, αφού τους είχε πάρει ο Χου, ή ο Ταντ, οι σταβλίτες του πανδοχείου. Ο Ματ και ο Γιούιν στέκονταν κι αντάλλασσαν άγριες ματιές μερικά βήματα πιο πέρα από την είσοδο του πανδοχείου, με τους μανδύες τους να τινάζονται στον άνεμο.

“Για τελευταία φορά”, γάβγισε ο Ματ, “δεν σου κάνω φάρσα. Υπάρχει στ’ αλήθεια Βάρδος. Φύγε τώρα. Ραντ, θα πεις σ’ αυτόν τον κοκορόμυαλο ότι λέω αλήθεια και να μ’ αφήσει ήσυχο;”

Ο Ραντ, τύλιξε γύρω του το μανδύα του και προχώρησε για να υποστηρίξει τον Ματ, αλλά τα λόγια του έσβησαν, καθώς οι τρίχες του σβέρκου του τινάζονταν όρθιες. Πάλι τον παρακολουθούσαν. Δεν έμοιαζε καθόλου με την αίσθηση που του είχε δώσει ο κουκουλοφόρος καβαλάρης, αλλά δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, ειδικά τώρα, τόσο σύντομα μετά από κείνη τη συνάντηση.

Έριξε μια βιαστική ματιά στο Πράσινο και είδε ό,τι είχε δει και προηγουμένως — παιδιά που έπαιζαν, άνθρωποι που προετοιμάζονταν για τη Γιορτή, χωρίς να τον κοιτάζει κανείς, παρά μόνο φευγαλέα. Όλα ήταν όπως έπρεπε . Μόνο που τον παρακολουθούσαν.

Έπειτα, κάτι τον έκανε να γυρίσει από την άλλη και να σηκώσει τα μάτια. Στην άκρη της κεραμιδένιας σκεπής του πανδοχείου καθόταν ένα μεγάλο κοράκι και σάλευε ελαφρά στις ριπές του ανέμου που ερχόταν από τα βουνά. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο πλάι και ένα χάντρινο, μαύρο μάτι ήταν στραμμένο... πάνω του, σκέφτηκε. Κατάπιε και ξαφνικά μέσα του άναψε ο θυμός, καυτός και αψύς.

“Το βρωμερό πλάσμα που τρώει πτώματα”, μουρμούρισε.

“Βαρέθηκα να με κοιτάζουν”, γρύλισε ο Ματ και ο Ραντ κατάλαβε πως ο φίλος του είχε πλησιάσει δίπλα του και κοίταζε το κοράκι, συνοφρυωμένος κι αυτός.

Κοιτάχτηκαν, και μετά, σαν ένα, τα χέρια τους όρμηξαν να πιάσουν πέτρες.

Το σημάδι ήταν καλό... και το κοράκι παραμέρισε· οι πέτρες πέρασαν σφυρίζοντας από το σημείο όπου βρισκόταν πριν. Ανοιγόκλεισε μια φορά τα φτερά του, έγειρε πάλι το κεφάλι του και τους κάρφωσε ξανά με το νεκρό, μαύρο βλέμμα του, άφοβα, μη δείχνοντας καθόλου ότι κάτι είχε συμβεί.

Ο Ραντ κοίταξε το πουλί με σαστισμάρα. “Έίδες ποτέ κοράκι να κάνει έτσι;” ρώτησε χαμηλόφωνα.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το κοράκι. “Ποτέ. Ούτε κι άλλο πουλί”.

“Αχρείο πτηνό”, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πίσω τους, μελωδική, παρά τον τόνο απέχθειας, “που και στην καλύτερη περίπτωση, δεν πρέπει να του έχει κανείς εμπιστοσύνη”.

Με μια στριγκή κραυγή το κοράκι πετάχτηκε στον αέρα, με τόση βία που δύο μαύρα πούπουλα έπεσαν αργά από την άκρη της στέγης.

Ο Ραντ και ο Ματ, ξαφνιασμένοι, γύρισαν για να παρακολουθήσουν την πορεία του πουλιού, που πέρασε πάνω από το Πράσινο και πήγε προς τα νεφοσκεπή Όρη της Ομίχλης, που ορθώνονταν ψηλά, πέρα από το Δυτικό Δάσος, ώσπου έγινε κουκίδα στα δυτικά και χάθηκε από τα μάτια τους.

Το βλέμμα του Ραντ έπεσε στη γυναίκα που είχε μιλήσει. Κι αυτή, επίσης παρακολουθούσε την πτήση του πουλιού, τώρα όμως γύρισε το κεφάλι της και τα μάτια της αντάμωσαν τα δικά του. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Ραντ ήταν να σταθεί, κοιτάζοντας την. Αυτή πρέπει να ήταν η αρχόντισσα Μουαραίν και ήταν όλα όσα είχαν πει γι’ αυτήν ο Ματ και ο Γιούιν, όλα και πολύ περισσότερα.

Ακούγοντας ότι είχε αποκαλέσει τη Νυνάβε παιδί, την είχε φανταστεί γριά, αλλά δεν ήταν. Τουλάχιστον, ο Ραντ, δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία της. Στην αρχή του είχε φανεί πως ήταν νεαρή, σαν τη Νυνάβε, αλλά, όσο πιο πολύ την κοίταζε, τόσο πιο μεγάλη την έκανε. Τα μεγάλα, σκούρα μάτια της έδειχναν ωριμότητα, υπαινισσόμενα γνώσεις, που δεν θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς νέος. Για μια στιγμή του φάνηκε πως αυτά τα μάτια ήταν βαθιές λιμνούλες, έτοιμες να τον καταπιούν. Ήταν, επίσης, ολοφάνερος ο λόγος που ο Ματ και ο Γιούιν την είχαν πει αρχόντισσα από ιστορία Βάρδου. Η πόζα της είχε μια χάρη και έναν αέρα εξουσίας, που τον έκανε να νιώθει αδέξιος και άτσαλος. Δεν ήταν ψηλή και μετά βίας έφτανε ως το στήθος του, αλλά η παρουσία της ήταν τέτοια, που το ύψος της φαινόταν να είναι το σωστό κι ένιωσε άχαρος με το δικό του μπόι.