Συνολικά δεν συγκρινόταν με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ του. Η φαρδιά κουκούλα του μανδύα της πλαισίωνε το πρόσωπο και τα μαύρα μαλλιά της, που κρέμονταν σε απαλές μπούκλες. Ποτέ δεν είχε δει μεγάλη γυναίκα με μαλλιά που να μην είναι πλεγμένα πλεξούδες· κάθε κορίτσι στους Δύο Ποταμούς περίμενε ανυπόμονα πότε ο Κύκλος των Γυναικών θα έλεγε ότι ήταν αρκετά μεγάλη για να έχει πλεξούδα. Τα ρούχα της ήταν εξίσου παράξενα. Ο μανδύας της ήταν από ουρανί βελούδο, με στολίσματα από βαρύ ασήμι, φύλλα και κληματσίδες και λουλούδια παντού στο τελείωμά του. Το φόρεμά της έλαμπε αχνά, ακολουθώντας τις κινήσεις της, σε σκούρο μπλε χρώμα, με κρεμ ρίγες. Ένα περιδέραιο με βαριούς χρυσούς κρίκους κρεμόταν από το λαιμό της, ενώ μια άλλη χρυσή αλυσίδα, λεπτεπίλεπτη, στερεωμένη στα μαλλιά της, κρατούσε ένα μικρό, λαμπερό μπλε πετράδι στο κέντρο του μετώπου της. Μια πλατιά ζώνη από πλεγμένο χρυσάφι τύλιγε τη μέση της και στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της υπήρχε ένα χρυσό δαχτυλίδι σε σχήμα ερπετού που τρώει την ουρά του. Βεβαίως, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο δαχτυλίδι, αν και αναγνώρισε το Μέγα Ερπετό, ένα σύμβολο της αιωνιότητας, παλαιότερο κι από τον Τροχό του Χρόνου.
Πιο φανταχτερά κι από γιορτινά ρούχα, είχε πει ο Γιούιν και είχε δίκιο. Ποτέ κανένας δεν ντυνόταν έτσι στους Δύο Ποταμούς. Ποτέ.
“Καλημέρα, κυρά... ε... αρχόντισσα Μουαραίν”, είπε ο Ραντ. Κοκκίνισε, επειδή είχε μπερδέψει τα λόγια του.
“Καλημέρα, αρχόντισσα Μουαραίν”, έκανε σαν ηχώ ο Ματ, κάπως πιο ήρεμα, αλλά όχι πολύ.
Εκείνη χαμογέλασε και ο Ραντ αναρωτήθηκε, αν μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν, κάτι που θα του έδινε δικαιολογία να μείνει κοντά της. Ήξερε ότι χαμογελούσε και στους τρεις τους, αλλά του έμοιαζε σαν να χαμογελούσε μόνο γι’ αυτόν. Ήταν, πραγματικά, σαν να έβλεπε την ιστορία ενός Βάρδου να ζωντανεύει. Ο Ματ είχε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
“Ξέρετε το όνομά μου”, τους είπε αυτή, με ύφος που έδειχνε χαρά. Λες και η παρουσία της, όσο σύντομη κι αν ήταν, δεν θα γινόταν αντικείμενο συζητήσεων στο χωριό για όλο το χρόνο! “Αλλά πρέπει να με αποκαλείτε Μουαραίν, όχι αρχόντισσα. Και εσάς πώς σας λένε;”
Ο Γιούιν όρμηξε μπροστά, πριν προλάβουν να μιλήσουν οι άλλοι. “Το όνομά μου είναι Γιούιν Φίνγκαρ, αρχόντισσά μου. Εγώ τους είπα το όνομά σου· έτσι το έμαθαν. Άκουσα να το λέει ο Λαν, αλλά δεν κρυφάκουγα. Καμία σαν και σένα δεν έχει ξανάρθει άλλη φορά στο Πεδίο του Έμοντ. Είναι κι ένας Βάρδος οίο χωριό, για το Μπελ Τάιν. Κι απόψε έχουμε τη Νύχτα του Χειμώνα. Θα έρθεις στο σπίτι μου; Η μητέρα μου έκανε μηλόπιτα”.
“Θα δω”, του απάντησε αυτή, ακουμπώντας τον ώμο του Γιούιν. Τα μάτια της έλαμπαν με κάτι που είχε βρει αστείο, η μόνη της αντίδραση. “Δεν ξέρω αν μπορώ να ανταγωνιστώ έναν Βάρδο, Γιούιν. Όμως όλοι πρέπει να με λέτε Μουαραίν”. Κοίταξε τον Ραντ και τον Ματ, περιμένοντας.
“Είμαι ο Μάτριμ Κώθον, αρχ.. εεε... Μουαραίν”, είπε ο Ματ. Υποκλίθηκε, με μια αλύγιστη, σπασμωδική κίνηση κι έγινε κατακόκκινος καθώς ορθωνόταν ξανά.
Ο Ραντ αναρωτιόταν, μήπως έπρεπε κι αυτός να κάνει κάτι ανάλογο, όπως έκαναν στα παραμυθία, αλλά, μετά το παράδειγμα του Ματ, το μόνο που έκανε ήταν να πει το όνομά του. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν μπέρδεψε τα λόγια του.
Η Μουαραίν κοίταξε μια τον Ραντ και μια τον Ματ κι έπειτα ξαναγύρισε το βλέμμα της πάνω του. Ο Ραντ σκέφτηκε πως το χαμόγελό της, μια αμυδρή καμπύλη στις άκρες του στόματός της, τώρα θύμιζε την έκφραση της Εγκουέν, όταν είχε κάποιο μυστικό. “Μπορεί, μερικές φορές, να έχω κάποιες δουλίτσες που πρέπει να κάνω, όσο θα βρίσκομαι στο Πεδίο του Έμοντ”, είπε. “Ίσως θα είχατε τη διάθεση να με βοηθήσετε;” Γέλασε όταν συμφώνησαν, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. “Να”, είπε, κι ο Ραντ ξαφνιάστηκε όταν του έβαλε ένα νόμισμα στην παλάμη, κλείνοντάς του τη γροθιά και με τα δυο της χέρια.
“Δεν είναι ανάγκη”, άρχισε να λέει, αλλά εκείνη αγνόησε τη διαμαρτυρία του, δίνοντας ένα νόμισμα στον Γιούιν κι έπειτα έβαλε άλλο ένα στο χέρι του Ματ, κλείνοντάς του τη χούφτα, όπως είχε κάνει με τον Ραντ.
“Φυσικά και είναι ανάγκη”, τους είπε. “Δεν είναι σωστό να δουλεύετε χωρίς ανταμοιβή. Πείτε ότι είναι ένα δωράκι και να το κρατάτε πάντα μαζί σας, για να θυμάστε ότι συμφωνήσατε να έρθετε σε μένα, όταν σας το ζητήσω. Υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσά μας τώρα πια”.