Выбрать главу

“Ποτέ δεν θα το ξεχάσω”, είπε ο Γιούιν με ψιλή φωνή.

“Αργότερα θα πρέπει να μιλήσουμε”, είπε αυτή, “και πρέπει να μου πείτε τα πάντα για σας”.

“Αρχόντισσα... θέλω να πω, Μουαραίν;” ρώτησε διστακτικά ο Ραντ, καθώς εκείνη έκανε να φύγει. Σταμάτησε και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της κι αυτός ξεροκατάπιε πριν συνεχίσει. “Γιατί ήρθες στο Πεδίο του Έμοντ”; Η έκφρασή της παρέμεινε αναλλοίωτη, αλλά, ξαφνικά, ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε κάνει την ερώτηση, αν και δεν ήξερε γιατί. Βιάστηκε πάντως να της εξηγήσει. “Δεν θέλω να φανώ αγενής, με συγχωρείς. Απλώς, είναι που κανένας δεν έρχεται στους Δύο Ποταμούς, εκτός από τους εμπόρους και τους πραματευτές, αν δεν έχει πέσει πολύ χιόνι και ο δρόμος από το Μπάερλον είναι ανοιχτός. Σχεδόν κανένας. Οι φύλακες των εμπόρων λένε ότι εδώ είναι η πλάτη του τίποτα και μάλλον έτσι το βλέπουν όσοι δεν είναι από δω. Απλώς απορούσα”.

Το χαμόγελό της τότε μαράθηκε, αργά, σαν κάτι να ξαναρχόταν στη θύμησή της. Για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντάς τους. “Είμαι σπουδάστρια της ιστορίας”, είπε τελικά, “συλλέγω παλιές αφηγήσεις. Το μέρος που αποκαλείτε Δύο Ποταμούς πάντα με ενδιέφερε. Μερικές φορές μελετώ τις ιστορίες όσων συνέβησαν εδώ πριν πολύ καιρό, εδώ και σε άλλα μέρη”.

“Ιστορίες;” είπε ο Ραντ. “Άραγε τι έχει συμβεί στους Δύο Ποταμούς για να τραβήξει το ενδιαφέρον κάποιου σαν και — θέλω να πω, τι μπορεί να έχει συμβεί εδώ;”

“Και πώς να το λέγαμε εκτός από Δύο Ποταμούς;” πρόσθεσε ο Ματ. “Πάντα έτσι λεγόταν”.

“Όπως κυλά ο Τροχός του Χρόνου”, είπε η Μουαραίν, εν μέρει μονολογώντας και μ’ ένα απόμακρο βλέμμα στα μάτια της, “τα μέρη έχουν πολλά ονόματα. Οι άνθρωποι φορούν πολλά ονόματα, πολλά πρόσωπα. Διαφορετικά πρόσωπα, μα είναι πάντα ο ίδιος άνθρωπος. Αλλά κανείς δεν ξέρει το Μεγάλο Σχήμα που υφαίνει ο Τροχός, ή ακόμα και το Σχήμα μιας Εποχής. Μπορούμε μόνο να βλέπουμε, να μελετούμε και να ελπίζουμε”.

Ο Ραντ την κοίταξε, ανήμπορος να αρθρώσει λέξη, έστω για να ρωτήσει τι εννοούσε. Δεν ήταν καν σίγουρος αν τα είχε πει για να τα ακούσουν. Πρόσεξε πως και οι άλλοι δύο είχαν χάσει τη μιλιά τους. Το στόμα του Γιούιν έχασκε ορθάνοιχτο.

Η Μουαραίν τους ξαναπρόσεξε και οι τρεις τους τινάχτηκαν λίγο, σαν να ξυπνούσαν. “Αργότερα θα μιλήσουμε”, είπε. Αυτοί δεν είπαν λέξη. “Αργότερα”. Ξεκίνησε να πηγαίνει προς τη Γέφυρα των Κάρων, μοιάζοντας σαν να γλιστρά πάνω στο έδαφος, παρά να περπατά και ο μανδύας της ήταν απλωμένος δεξιά κι αριστερά της, σαν φτερά.

Όπως εκεί έφευγε, ένας ψηλός άντρας, τον οποίο ο Ραντ δεν είχε προσέξει προηγουμένως, ξεκίνησε από την πρόσοψη του πανδοχείου και την ακολούθησε, με το ένα χέρι του ακουμπισμένο στη μακριά λαβή ενός σπαθιού. Τα ρούχα του είχαν ένα σκούρο γκριζοπράσινο χρώμα, που χανόταν μέσα σε σκιές ή φυλλωσιές και ο μανδύας του έπαιρνε αποχρώσεις του γκρίζου και του πράσινου και του καφέ, καθώς σάλευε στον άνεμο. Έμοιαζε φορές-φορές να χάνεται, αυτός ο μανδύας, να γίνεται ένα με ό,τι βρισκόταν πίσω του. Τα μαλλιά του άνδρα ήταν μακριά, γκρίζαραν στους κροτάφους και μια στενή δερμάτινη λουρίδα τα κρατούσε για να μην πέφτουν στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του ήταν φτιαγμένο από τραχιές ευθείες και γωνίες, ταλαιπωρημένο, μα δίχως ρυτίδες, παρά το γκρίζο των μαλλιών του. Οι κινήσεις του θύμισαν στον Ραντ λύκο.

Όπως περνούσε δίπλα από τους τρεις νέους, το βλέμμα του έπεσε πάνω τους και τα μάτια του ήταν ψυχρά και γαλάζια, σαν χειμωνιάτικη αυγή. Έμοιαζε να τους ζυγίζει με το νου του και στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος απ’ ό,τι του είχε πει η ζυγαριά. Τάχυνε το βήμα του, ώσπου έφτασε τη Μουαραίν και μετά βράδυνε για να την ακολουθήσει, περπατώντας δίπλα στον ώμο της κι έγειρε για να της μιλήσει. Ο Ραντ άφησε την αναπνοή του να βγει, συνειδητοποιώντας, μόνο τώρα, ότι κρατούσε την ανάσα του.

“Αυτός ήταν ο Λαν”, είπε ο Γιούιν βραχνά, σαν να κρατούσε κι αυτός την αναπνοή του. Τέτοιο ήταν το βλέμμα που τους είχε ρίξει. “Πάω στοίχημα πως είναι Πρόμαχος”.

“Μην είσαι βλάκας”. Ο Ματ γέλασε, αλλά το γέλιο του είχε ένα τρέμουλο. “Οι Πρόμαχοι υπάρχουν μόνο στις ιστορίες. Και αφού οι Πρόμαχοι έχουν σπαθιά και αρματωσιές στολισμένες με χρυσάφι και πετράδια, και είναι στα βόρεια, στη Μεγάλη Μάστιγα, πολεμώντας το κακό και τους Τρόλοκ και τα λοιπά”.

“Θα μπορούσε να είναι Πρόμαχος”, επέμεινε ο Γιούιν.

“Είδες να ’χει χρυσάφι, ή πετράδια;” τον χλεύασε ο Ματ. “Έχουμε Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς; Έχουμε πρόβατα. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να συνέβη εδώ, που να ενδιαφέρει κάποια σαν αυτήν”.

“Κάτι μπορεί να συνέβη”, απάντησε αργά ο Ραντ. “Λένε ότι το πανδοχείο βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο εδώ και χίλια χρόνια, μπορεί περισσότερα”.

“Χίλια χρόνια πρόβατα”, είπε ο Ματ.