Выбрать главу

“Μια ασημένια πέννα!” κραύγασε ο Γιούιν. “Μου έδωσε μια ολόκληρη ασημένια πέννα! Για σκέψου τι μπορώ ν’ αγοράσω, όταν έρθει ο πραματευτής”.

Ο Ραντ άνοιξε το χέρι του για να δει το νόμισμα που του είχε δώσει και παραλίγο θα του έπεφτε από την έκπληξη. Δεν αναγνώρισε το χοντρό, ασημένιο νόμισμα με την ανάγλυφη μορφής μιας γυναίκας, που ισορροπούσε μια φλόγα στην παλάμη της, αλά είχε δει τον Μπραν αλ’Βερ να ζυγίζει τα κέρματα που του έφερναν οι έμποροι από δεκάδες μακρινά μέρη και είχε κάποια ιδέα για την αξία του. Αυτό το ασήμι θα έφτανε για να αγοράσει άλογο στους Δύο Ποταμούς και θα περίσσευε και κάτι.

Κοίταξε τον Ματ και είδε την ίδια αποσβολωμένη έκφραση που ένιωθε να έχει και ο ίδιος στο πρόσωπό του. Έγειρε το χέρι για να μπορέσει ο Ματ να δει το νόμισμα, αλλά όχι και ο Γιούιν, υψώνοντας το φρύδι του ερωτηματικά. Ο Ματ ένευσε και για μια στιγμή στάθηκαν να κοιτάζονται σαστισμένοι και με δέος.

“Τι δουλίτσες να θέλει;” ρώτησε τελικά ο Ραντ.

“Δεν ξέρω”, είπε ο Ματ με σταθερή φωνή, “και δεν με νοιάζει. Ούτε θα πάω να το ξοδέψω. Ακόμα κι όταν έρθει ο πραματευτής”. Μίλησε και μετά έχωσε το νόμισμα στην τσέπη του παλτού του.

Ο Ραντ ένευσε και τον μιμήθηκε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο αυτό που είχε πει ο Ματ του φαινόταν σωστό. Δεν έπρεπε να ξοδέψει το νόμισμα. Του το είχε δώσει εκείνη. Δεν ήξερε σε τι άλλο χρησίμευε το ασήμι, αλλά...

“Λέτε να πρέπει να κρατήσω και το δικό μου;” Στο πρόσωπο του Γιούιν φαινόταν αγωνία κι αβεβαιότητα.

“Υπάρχει κι ο Βάρδος”, είπε ο Ραντ και το αγόρι αναθάρρησε.

“Αν ξυπνήσει ποτέ”, πρόσθεσε ο Ματ.

“Ραντ”, ρώτησε ο Γιούιν, “υπάρχει Βάρδος;”

“Θα δεις”, απάντησε ο Ραντ γελώντας. Ήταν φανερό ότι ο Γιούιν δεν θα πίστευε, αν δεν έβλεπε τον τραγουδιστή με τα μάτια του. “Κάποια στιγμή θα πρέπει να κατέβει”.

Από τη Γέφυρα των Κάρων ακούστηκαν φωνές και, όταν ο Ραντ γύρισε για δει τι γινόταν, γέλασε ολόχαρος. Ένα μελίσσι ανθρώπων του χωριού, από γκριζομάλληδες ηλικιωμένους μέχρι νήπια, που μετά βίας κατάφερναν να περπατήσουν, συνόδευαν μια ψηλή άμαξα προς τη γέφυρα, μια πελώρια άμαξα, που την έσερναν οκτώ άλογα, με την εξωτερική πλευρά της κυρτής, μουσαμαδένιας τέντας της να είναι γεμάτη κρεμαστά δέματα, σαν τσαμπιά σταφύλι. Ο πραματευτής, επιτέλους, είχε έρθει. Ξένοι κι ένας Βάρδος, πυροτεχνήματα κι ο πραματευτής. Θα ήταν το καλύτερο απ’ όλα τα Μπελ Τάιν.

3

Πραματευτής

Τα δεμάτια των κατσαρολικών βροντούσαν και κροτάλιζαν, καθώς η άμαξα του πραματευτή περνούσε με υπόκωφη βουή από τα βαριά δοκάρια της Γέφυρας των Κάρων. Ο πραματευτής, ακόμα περικυκλωμένος από τη θάλασσα των χωρικών που είχαν έρθει για τη Γιορτή, τράβηξε τα χαλινάρια και σταμάτησε τα άλογά του μπροστά στο πανδοχείο. Απ’ όλες τις γωνιές του χωριού άνθρωποι έρχονταν για να αυξήσουν το πλήθος γύρω από τη μεγάλη άμαξα, που οι ρόδες της ήταν ψηλότερες από τους ανθρώπους που είχαν κολλήσει το βλέμμα στον πραματευτή, εκεί ψηλά, στο κάθισμα της άμαξας.

Ο άνδρας στην άμαξα ήταν ο Πάνταν Φάιν, ένας ωχρός, κοκαλιάρης ανθρωπάκος, με λιπόσαρκα χέρια και μύτη σαν ράμφος. Ο Φάιν, που πάντα χαμογελούσε και γελούσε σαν να ήξερε ένα αστείο άγνωστο σ’ όλους, έφερνε την άμαξά του και τα ζώα του κάθε άνοιξη στο Πεδίο του Έμοντ και, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ, αυτό γινόταν ανέκαθεν.

Καθώς η άμαξα σταματούσε και τα ζώα μπλέκονταν στην ιπποσκευή τους, η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε διάπλατα κι εμφανίστηκε το Συμβούλιο του Χωριού, με πρώτους τον αφέντη αλ’Βερ και τον Ταμ. Προχώρησαν με σίγουρο, αποφασισμένο βήμα, ακόμα και ο Τσεν Μπούι, ανάμεσα στις ενθουσιώδεις κραυγές των άλλων, που ζητούσαν καρφίτσες, ή δαντέλα, ή βιβλία, ή τόσα και τόσα άλλα πράγματα. Το πλήθος άνοιξε απρόθυμα για να τους αφήσει να περάσουν μπροστά και μετά ξανάκλεισε γρήγορα πίσω τους, χωρίς να σταματήσει να φωνάζει στον πραματευτή. Πάνω απ’ όλα, οι χωρικοί, ζητούσαν να μάθουν τα νέα.

Στα μάτια των χωρικών, οι βελόνες και το τσάι και τα υπόλοιπα ήταν μόνο το μισό φορτίο της άμαξας κάθε πραματευτή. Εξίσου σημαντικά ήταν τα νέα απ’ έξω, οι ειδήσεις του κόσμου πέρα από τους Δύο Ποταμούς. Μερικοί πραματευτές έλεγαν απλώς ό,τι ήξεραν, τα πετούσαν έτσι, φύρδην-μίγδην, σαν σκουπίδια που δεν είχαν σημασία γι’ αυτούς. Άλλοι μιλούσαν κακότροπα και φειδωλά κι έπρεπε να τους βγάζεις κάθε λέξη με το τσιγκέλι. Ο Φάιν, όμως, μιλούσε με άνεση, αν και με συχνά πειράγματα και στόλιζε τις ιστορίες του, κάνοντας παράσταση αντάξια Βάρδου. Απολάμβανε να είναι στο κέντρο της προσοχής τους, να τριγυρνά καμαρωτός σαν μικρόσωμος πετεινός, μ’ όλα τα βλέμματα πάνω του. Του Ραντ του ήρθε η ιδέα πως ο Φάιν ίσως να μην πολυχαιρόταν, όταν θα έβρισκε έναν πραγματικό Βάρδο στο Πεδίο του Έμοντ.