Выбрать главу

Ο πραματευτής έδωσε στο Συμβούλιο και στους χωρικούς την ίδια προσοχή, καθώς πάσχιζε να δέσει τα χαλινάρια σωστά, δηλαδή καθόλου προσοχή. Έκανε νοήματα, αλλά όχι σε κάποιους συγκεκριμένους. Χαμογελούσε δίχως να μιλά και ανέμιζε το χέρι αφηρημένα σε ανθρώπους με τους οποίους είχε ιδιαίτερη φιλία, αν και η φιλικότητά του είχε πάντα κάτι το ασυνήθιστα απόμακρο, ήταν φιλική συμπεριφορά, δίχως πραγματική οικειότητα.

Ο κόσμος απαίτησε, πιο έντονα, να τους μιλήσει, αλλά ο Φάιν περίμενε, έχοντας καταπιαστεί με μικροδουλίτσες στο κάθισμα του οδηγού, μέχρι να φτάσει το πλήθος και η προσμονή στο σημείο που ήθελε. Μόνο το Συμβούλιο έμενε σιωπηλό. Τα μέλη του κρατούσαν την αξιοπρέπεια που άρμοζε στη θέση τους, αλλά τα σύννεφα του καπνού που πύκνωναν πάνω από τα κεφάλια τους έδειχναν πόσο κόπο τους στοίχιζε.

Ο Ραντ και ο Ματ χώθηκαν στο πλήθος και πλησίασαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στην άμαξα. Ο Ραντ θα είχε σταματήσει στα μισά του δρόμου, αλλά ο Ματ σπαρταρούσε και γλιστρούσε μέσα στο στριμωξίδι και τραβούσε τον Ραντ πίσω του, ώσπου βρέθηκαν ακριβώς πίσω από το Συμβούλιο.

“Έλεγα ότι θα περάσεις όλη τη Γιορτή στο κτήμα σας”, φώναξε ο Πέριν Αϋμπάρα μέσα στην οχλοβοή. Ο σγουρομάλλης μαθητευόμενος σιδεράς, μισό κεφάλι κοντύτερος από τον Ραντ, ήταν τόσο γεροδεμένος, που έμοιαζε να έχει φάρδος μιάμιση φορά όσο ένας συνηθισμένος άντρας και τα μπράτσα και οι ώμοι του ήταν αρκετά ογκώδεις για να συναγωνιστούν τον αφέντη Λούχαν. Ανετα θα μπορούσε να έχει ανοίξει δρόμο σ’ αυτή την κοσμοπλημμύρα, αλλά δεν ήταν τέτοιος ο τρόπος του. Προχώρησε προσεκτικά, ζητώντας συγνώμη από ανθρώπους, που σχεδόν δεν πρόσεχαν τίποτα άλλο εκτός από τον πραματευτή. Ζητούσε συγνώμη ούτως ή άλλως και προσπαθούσε να μην λιώσει κανέναν, καθώς περνούσε μέσα από το πλήθος για να φτάσει στον Ραντ και τον Ματ. “Για φανταστείτε”, είπε, όταν τελικά τους έφτασε. “Και το Μπελ Τάιν και ο πραματευτής, και τα δύο μαζί. Πάω στοίχημα ότι θα ’χει στ’ αλήθεια πυροτεχνήματα”.

“Και πού είσαι ακόμα”. Ο Ματ γέλασε.

Ο Πέριν τον κοίταξε με καχυποψία, έπειτα έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Ραντ.

“Είναι αλήθεια”, φώναξε ο Ραντ, έπειτα έδειξε τους ανθρώπους, που πλήθαιναν και φώναζαν όλοι μαζί. “Μετά. Θα σου εξηγήσω μετά. Μετά, είπα!”

Εκείνη τη στιγμή, ο Πάνταν Φάιν σηκώθηκε όρθιος στο κάθισμα της άμαξας και το πλήθος σιώπησε ακαριαία. Οι τελευταίες λέξεις του Ραντ ξεχύθηκαν στην απόλυτη σιγή, πιάνοντας τον πραματευτή με το χέρι του υψωμένο δραματικά και το στόμα ανοιχτό. Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Ραντ. Ο κοκαλιάρης ανθρωπάκος στην άμαξα, έτοιμος για να τους έχει όλους κρεμασμένους από τα πρώτα λόγια του, έριξε μια έντονη, ερευνητική ματιά στον Ραντ.

Ο Ραντ κοκκίνισε κι ευχήθηκε να είχε το μπόι του Γιούιν, για να μην ξεχωρίζει τόσο εύκολα. Οι φίλοι του σάλεψαν αμήχανα κι αυτοί. Ο Φάιν τους είχε προσέξει για πρώτη φορά μόλις την προηγούμενη χρονιά, θεωρώντας τους άνδρες. Ο Φάιν, συνήθως, δεν είχε καιρό για όσους ήταν τόσο μικροί που δεν μπορούσαν να αγοράσουν πολλά πράγματα από την άμαξά του. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε ξαναγίνει παιδί στα μάτια του πραματευτή.

Μ’ ένα δυνατό, εσκεμμένο βήξιμο, ο Φάιν τράβηξε το βαρύ μανδύα του. “Όχι, όχι μετά”, είπε με δραματικό ύφος, υψώνοντας πάλι του χέρι του με μια μεγαλόπρεπη κίνηση. “Τώρα θα σας τα πω”. Καθώς μιλούσε, έκανε πλατιές χειρονομίες, σπέρνοντας τα λόγια του πάνω στο πλήθος. “Νομίζετε πως είχατε μπελάδες στους Δύο Ποταμούς, ε; Το λοιπόν, όλος ο κόσμος είχε μπελάδες, από τη Μεγάλη Μάστιγα ως το νότο, στη Θάλασσα των Καταιγίδων, από τον Ωκεανό Αρυθ στα δυτικά ως την Ερημιά του Άελ στα ανατολικά. Και ακόμα παραπέρα. Ο χειμώνας ήταν πιο βαρύς από κάθε άλλο που έχετε δει, τόσο κρύος που σας πάγωνε το αίμα και σας τσάκιζε τα κόκαλα; Αααα! Ο χειμώνας παντού ήταν βαρύς και σκληρός. Στις Μεθόριους θα έλεγαν το χειμώνα σας άνοιξη. Αλλά η άνοιξη δεν έρχεται είπατε; Λύκοι τρώνε τα πρόβατά σας; Μήπως λύκοι όρμηξαν σ’ ανθρώπους; Έτσι έγινε; Για δες λοιπόν. Η άνοιξη αργεί παντού. Υπάρχουν λύκοι παντού, όλοι πεινασμένοι, για κάθε λογής κρέας που μπορούν να ρίξουν στα δόντια τους, είτε πρόβατο, είτε γελάδα, είτε άνθρωπο. Αλλά υπάρχουν πράγματα χειρότερα από τους λύκους, ή τον χειμώνα. Υπάρχει κόσμος που θα χαιρόταν να έχει μόνο τους δικούς σας, τους μικρούς μπελάδες”. Κοντοστάθηκε, περιμένοντας.

“Τι υπάρχει χειρότερο από λύκους που σκοτώνουν πρόβατα και ανθρώπους;” ζήτησε να μάθει ο Τσεν Μπούι. Κι άλλοι μουρμούρισαν, συμφωνώντας μαζί του.

“Ανθρωποι που σκοτώνουν ανθρώπους”. Η απάντηση του πραματευτή, με πομπώδη τόνο, έκανε να ξεσπάσουν σοκαρισμένοι ψίθυροι, που δυνάμωσαν καθώς αυτός συνέχιζε. “Για τον πόλεμο λέω. Έχει πόλεμο στη Γκεάλνταν, πόλεμο και τρέλα. Τα χιόνια του Δάσους Ντάλιν κοκκίνισαν από αίμα ανθρώπων. Τα κοράκια και το κρώξιμο των κορακιών γεμίζουν τον αέρα. Στρατιές προελαύνουν στη Γκεάλνταν. Έθνη, σπουδαίοι οίκοι και σπουδαίοι άνθρωποι στέλνουν τους στρατιώτες τους να πολεμήσουν”.