“Πόλεμος;” Το στόμα του αφέντη αλ’Βερ στράβωσε, προφέροντας την ασυνήθιστη λέξη. Κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν είχε ποτέ καμία σχέση με πόλεμο. “Γιατί κάνουν πόλεμο;”
Ο Φάιν χαμογέλασε και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι χλεύαζε την άγνοια και την απομόνωση των χωρικών από τον κόσμο. Ο πραματευτής έγειρε μπροστά, σαν να ήταν έτοιμος να αποκαλύψει ένα μυστικό στον δήμαρχο, αλλά ο ψίθυρός του είχε σκοπό να ακουστεί καθαρά, κι ακούστηκε. “Το λάβαρο του Δράκοντα έχει υψωθεί και οι άνθρωποι συρρέουν για να του αντιταχθούν. Και να ίο υποστηρίξουν”.
Απ’ όλα τα λαρύγγια μαζί ξεπήδησε μια πνιχτή κραυγή και ο Ραντ, άθελά του, ανατρίχιασε.
“Ο Δράκοντας!” βόγκηξε κάποιος. “Ο Σκοτεινός τριγυρνά στη Γκεάλνταν!”
“Όχι ο Σκοτεινός”, γρύλισε ο Χάραλ Λούχαν. “Ο Δράκοντας δεν είναι ο Σκοτεινός. Και τούτος είναι ένας ψεύτικος Δράκοντας, στο κάτω-κάτω”.
“Ας ακούσουμε τι έχει να πει ο αφέντης Φάιν”, είπε ο δήμαρχος, αλλά ο κόσμος δεν σώπαινε τόσο εύκολα. Άνθρωποι κραύγαζαν απ’ όλες τις μεριές, άντρες και γυναίκες που μιλούσαν φωναχτά όλοι μαζί.
“Ίδιος και χειρότερος από τον Σκοτεινό!”
“Ο Δράκοντας τσάκισε τον κόσμο, έτσι;”
“Αυτός το ξεκίνησε! Έφερε τον Καιρό της Τρέλας!”
“Ξέρεις τις προφητείες! Όταν ο Δράκοντας ξαναγεννηθεί, οι χειρότεροι εφιάλτες σου θα μοιάζουν σαν τα ομορφότερα όνειρά σου!”
“Είναι μονάχα άλλος ένας ψεύτικος Δράκοντας! Σίγουρα!”
“Τι σημασία έχει; Θυμάσαι τον τελευταίο ψεύτικο Δράκοντα. Κι εκείνος άρχισε πόλεμο. Χιλιάδες πέθαναν, σωστά, Φάιν; Πολιόρκησε το Ίλιαν”.
“Είναι μέρες του κακού! Είκοσι χρόνια δεν είχε ισχυριστεί κανείς πως είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας και τώρα έχουμε τρεις μέσα σε πέντε χρόνια. Μέρες του κακού! Κοιτάξτε τον καιρό!”
Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Τα μάτια του Ματ έλαμπαν από έξαψη, αλλά ο Πέριν συνοφρυωνόταν ανήσυχος. Ο Ραντ θυμόταν όλες τις ιστορίες που είχε ακούσει, για τους ανθρώπους που ονόμαζαν τον εαυτό τους Ξαναγεννημένο Δράκοντα και, παρ’ όλο που όλοι είχαν αποδείξει ότι ήταν ψεύτικοι δράκοντες, μιας και είχαν πεθάνει ή εξαφανιστεί δίχως να εκπληρώσουν τις προφητείες, είχαν φέρει πολλά δεινά. Ολόκληρα έθνη είχαν διαλυθεί από τις μάχες και πολιτείες και κάστρα είχαν πυρποληθεί. Οι νεκροί έπεφταν σαν φύλλα το φθινόπωρο και οι πρόσφυγες συνωστίζονταν στους δρόμους, σαν πρόβατα σε μαντρί. Έτσι έλεγαν οι πραματευτές και οι έμποροι, και κανένας λογικός άνθρωπος στους Δύο Ποταμούς δεν το αμφισβητούσε. Ο κόσμος θα τελείωνε, έτσι έλεγαν μερικοί, όταν ξαναγεννιόταν ο πραγματικός Δράκοντας.
“Πάψτε!” φώναξε ο δήμαρχος. “Σωπάστε! Μόνοι σας τα λέτε και μόνοι σας ξεσηκώνεστε! Αφήστε τον αφέντη Φάιν να μας πει γι’ αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα”. Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει, αλλά ο Τσεν Μπούι δεν έλεγε να κλείσει το στόμα του.
“Είναι, άραγε, ψεύτικος αυτός ο Δράκοντας;” ρώτησε ξινά ο καλαμοτεχνίτης.
Ο αφέντης αλ’Βερ ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να του είχε έρθει ξαφνικό, ύστερα ξέσπασε, λέγοντας, “Ξεμωράθηκες, Τσεν!” Αλλά ο Τσεν είχε ξαναβάλει το φιτίλι στο πλήθος.
“Ας μην είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας! Φως βοήθα μας, ας μην είναι!”
“Μπούι, γερο-βλάκα! Τη λαχταράς την κακοτυχία, ε;”
“Να δεις που μετά θα ονοματίσει τον Σκοτεινό! Σε παρέσυρε ο Δράκοντας, Τσεν Μπούι. Θες να φέρεις το κακό στα κεφάλια μας!”
Ο Τσεν κοίταξε γύρω του αγέρωχα, προσπαθώντας να κερδίσει τον πόλεμο των βλεμμάτων μ’ όσους τον αγριοκοίταζαν και ύψωσε τη φωνή του. “Δεν άκουσα τον Φάιν να λέει πως αυτός ο Δράκοντας είναι ψεύτικος. Τον ακούσατε εσείς; Ανοίξτε τα μάτια! Πού είναι τα σπαρτά, που ’πρεπε να φτάνουν ως το γόνατο κι ακόμα πιο ψηλά; Γιατί είναι ακόμα χειμώνας, ενώ θα ’πρεπε να έχει έρθει η άνοιξη εδώ κι ένα μήνα;” Ακούστηκαν θυμωμένες κραυγές, που ζητούσαν από τον Τσεν να προσέχει τα λόγια του. “Δεν βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου! Ούτε και μένα μ’ αρέσουν τέτοιες κουβέντες, αλλά δεν θα κρύψω το κεφάλι μου στην κουβέρτα να περιμένω τον μαχαιροβγάλτη από το Τάρεν Φέρυ. Και δεν θα κάνω το χατίρι του Φάιν αυτή τη φορά. Μίλα καθαρά, πραματευτή. Τι άκουσες; Ε; Αυτός ο άνθρωπος είναι ψεύτικος Δράκοντας;”
Ο Φάιν δεν έδειχνε αν τον είχαν ταράξει τα νέα που έφερνε, ή η αναστάτωση που είχε προκαλέσει. Απλώς σήκωσε τους ώμους και ακούμπησε το κοκαλιάρικο δάχτυλό του πλάι στη μύτη του. “Όσο γι’ αυτό, ποιος ξέρει να πει, πριν τελειώσουν όλα;” Σταμάτησε, με άλλο ένα μυστικοπαθές χαμόγελο, αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί στους χωρικούς, λες και έβρισκε αστείο να φαντάζεται, από πριν, την αντίδραση τους. “Ξέρω”, είπε, με υπερβολικά αδιάφορο τόνο, “ότι μπορεί να χειρίζεται τη Μία Δύναμη. Οι άλλοι δεν μπορούσαν. Αλλά αυτός μπορεί να τη διαβιβάζει. Η γη ανοίγει κάτω από τα πόδια των εχθρών του, και τα γερά τείχη σωριάζονται με τη φωνή του. Ο κεραυνός έρχεται όταν τον καλεί και χτυπά εκεί που δείχνει. Αυτά άκουσα και μάλιστα από ανθρώπους που τους πιστεύω”.