Выбрать главу

Το πλήθος μαρμάρωσε. Ο Ραντ κοίταξε τους φίλους του. Ο Πέριν έμοιαζε σαν να κοίταζε πράγματα που δεν του άρεσαν, αλλά ο Ματ, ακόμα, φαινόταν ενθουσιασμένος.

Ο Ταμ, που το πρόσωπό του έδειχνε σχεδόν την ίδια ψυχραιμία, όπως πάντα, τράβηξε το δήμαρχο κοντά του, αλλά πριν προλάβει να πει κάτι, μίλησε ο Γιούιν Φινγκαρ.

“Θα τρελαθεί και θα πεθάνει! Στις ιστορίες, εκείνοι που διαβιβάζουν τη Δύναμη πάντα τρελαίνονται και μετά λιώνουν και πεθαίνουν. Μόνο οι γυναίκες μπορούν να την αγγίξουν. Δεν το ξέρει αυτό;” Έσκυψε για να αποφύγει το χαστούκι που του έριξε ο αφέντης Μπούι.

“Ως εδώ και μην παρέκει, μικρέ”. Ο Τσεν κούνησε τη ροζιασμένη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο του Γιούιν. “Δείξε σεβασμό και άσ’ τα αυτά στους μεγάλους. Πήγαινε τώρα!”

“Στάσου, Τσεν”, γρύλισε ο Ταμ. “Το αγόρι έχει περιέργεια. Άσε τις χαζομάρες”.

“Σεβάσου τα χρόνια σου”, πρόσθεσε ο Μπραν. “Και θυμήσου, επιτέλους, πως είσαι μέλος του Συμβουλίου”.

Το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Τσεν σκούραινε με κάθε λέξη του Ταμ και του δημάρχου, ώσπου κόντευε να γίνει μπλαβί. “Ξέρετε για τι είδους γυναίκες λέει. Μη με κοιτάς κατσούφικα, Λούχαν, ούτε κι εσύ, Κρω. Είμαστε καθώς πρέπει χωριό, με καθώς πρέπει ανθρώπους. Δεν φτάνει που ήρθε ο Φάιν και λέει για ψεύτικους δράκοντες που χρησιμοποιούν τη Δύναμη, έχουμε από πάνω και αυτό το Δρακοπαρμένο, το χαζό, να μιλά για τις Άες Σεντάι. Μερικά πράγματα δεν πρέπει να τα πιάνουμε στο στόμα μας και δεν με νοιάζει αν εσείς αφήνετε τον βλάκα τον Βάρδο να λέει ό,τι λογής ιστορίες θέλει. Δεν είναι ούτε σωστό, ούτε πρέπον”.

“Ούτε είδα ποτέ μου, ούτε άκουσα, ούτε μύρισα κάτι που δεν κάνει να το λέμε”, είπε ο Ταμ, αλλά ο Φάιν δεν είχε τελειώσει.

“Οι Άες Σεντάι είναι κι αυτές μπλεγμένες”, είπε ο πραματευτής. “Μια ομάδα τους έχει πάει νότια από την Ταρ Βάλον. Εφόσον μπορεί να χειριστεί τη Δύναμη, κανένας εκτός από τις Άες Σεντάι δεν μπορεί να τον νικήσει, όσες μάχες και να δώσει, ή να τα βάλει μαζί του όταν νικηθεί. Αν νικηθεί”.

Κάποιος από το πλήθος βόγκηξε δυνατά, και ακόμα και ο Ταμ με τον Μπραν αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Οι χωρικοί σχημάτισαν μικρότερες ομάδες και κάποιοι τυλίχτηκαν πιο σφιχτά στους μανδύες τους, παρ’ όλο που ο αέρας είχε κοπάσει.

“Φυσικά και θα νικηθεί”, φώναξε κάποιος.

“Πάντα στο τέλος χάνουν, οι ψεύτικοι δράκοντες”.

“Μα πρέπει να νικηθεί, ε;”

“Αν όμως δεν...”

Ο Ταμ, τελικά, είχε καταφέρει να μιλήσει χαμηλόφωνα στο αυτί του δημάρχου και ο Μπραν, νεύοντας το κεφάλι και αγνοώντας την οχλοβοή γύρω τους, τον περίμενε να τελειώσει και μετά ύψωσε τη φωνή του.

“Ακούστε, όλοι σας. Κάνετε ησυχία κι ακούστε!” Οι φωνές καταλάγιασαν και ξανάγιναν ψίθυροι. “Αυτά δεν είναι απλώς ειδήσεις από έξω. Πρέπει να συζητηθούν στο Συμβούλιο του Χωριού. Αφέντη Φάιν, αν θέλεις να έρθεις μαζί μας στο πανδοχείο, έχουμε να σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις”.

“Δεν θα έλεγα όχι για ένα φλιτζάνι ζεστό ζαχαρωμένο κρασί”, απάντησε ο πραματευτής μ’ ένα πνιχτό γελάκι. Πήδηξε κάτω από την άμαξά του, ξεσκόνισε τα χέρια του τρίβοντάς τα στο παλτό του και ίσιωσε κεφάτα το μανδύα του. “Θα μου προσέξετε τα άλογα, αν έχετε την καλοσύνη;”

“Θέλω να ακούσω αυτά που έχει να πει!” Κι άλλες φωνές υψώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν.

“Δεν μπορείτε να τον κρύψετε! Η γυναίκα μου με έστειλε να αγοράσω καρφίτσες!” Αυτός ήταν ο Γουίτ Κόνγκαρ· καμπούριασε τους ώμους όταν οι άλλοι τον κοίταξαν, αλλά δεν το έβαλε κάτω.

“Έχουμε δικαίωμα να τον ρωτήσουμε κι εμείς”, φώναξε κάποιος, από βαθιά στο πλήθος. “Εγώ—”

“Σιωπή!” βρυχήθηκε ο δήμαρχος, κάνοντάς τους να σιωπήσουν έκπληκτοι. “Όταν το Συμβούλιο τον ρωτήσει και τελειώσει, τότε ο αφέντης Φάιν θα γυρίσει, για να σας πει όλα του τα νέα. Και για να σας πουλήσει τεντζερέδια και καρφίτσες. Χου! Ταντ! Βάλτε στο στάβλο τα άλογα του αφέντη Φάιν”.

Ο Ταμ κι ο Μπραν προχώρησαν, παίρνοντας θέση δεξιά κι αριστερά του πραματευτή, τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου μαζεύτηκαν πίσω τους και όλη η κουστωδία χύθηκε στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, κλείνοντας την πόρτα κατάμουτρα σ’ αυτούς που προσπάθησαν να στριμωχτούν μαζί τους. Τα χτυπήματα στην πόρτα είχαν σαν μόνη απάντηση την κραυγή του δημάρχου.