“Άντε σπίτια σας!”
Οι χωρικοί συνωθούνταν μπροστά στο πανδοχείο, συζητώντας μουρμουριστά γι’ αυτά που τους είχε πει ο πραματευτής και για το νόημά τους και τις ερωτήσεις που θα έκανε το Συμβούλιο και υποστηρίζοντας πως έπρεπε να είχαν μείνει κι αυτοί για να ακούνε και να κάνουν ερωτήσεις. Μερικοί κρυφοκοίταξαν από τα παράθυρα της πρόσοψης του πανδοχείου και μερικοί, μάλιστα, έπιασαν τον Χου και τον Ταντ να τους ρωτήσουν, αν και ήταν εντελώς ασαφές το τι υποτίθεται πως ήξεραν αυτοί οι δύο. Οι απαθείς σταβλίτες απλώς γρύλισαν σε απάντησή τους και συνέχισαν να αφαιρούν την ιπποσκευή των ζεμένων ζώων. Απομάκρυναν ένα-ένα τα άλογα του Φάιν και όταν πήραν το τελευταίο δεν ξαναγύρισαν.
Ο Ραντ αγνόησε το πλήθος. Κάθισε στο χείλος του παλιού πέτρινου θεμελίου, κουκουλώθηκε με το μανδύα του και κοίταζε την πόρτα του πανδοχείου. Γκεάλνταν. Ταρ Βάλον. Ακόμα και τα ονόματα ήταν παράξενα και συναρπαστικά. Ήταν μέρη που ήξερε μόνο από τα νέα των πραματευτών και τις ιστορίες των φυλάκων των εμπόρων. Άες Σεντάι και πόλεμοι και ψεύτικοι δράκοντες: ήταν βγαλμένα από τις ιστορίες που λέγονταν αργά τη νύχτα, μπροστά στο τζάκι, μ’ ένα κερί να ρίχνει παράξενες μορφές στον τοίχο και τον άνεμο να λυσσομανάει στα πατζούρια. Κατά τη γνώμη του, θα προτιμούσε τις χιονοθύελλες και τους λύκους. Πάντως, θα πρέπει να ήταν διαφορετικά εκεί έξω, πέρα από τους Δύο Ποταμούς, σαν να ζούσε μέσα σε ιστορία Βάρδου. Μια περιπέτεια. Μια μεγάλη περιπέτεια. Μια ολόκληρη ζωή έτσι.
Οι χωρικοί τράβηξαν το δρόμο τους σιγά-σιγά, ακόμα μουρμουρίζοντας και κουνώντας το κεφάλι. Ο Γουίτ Κόνγκαρ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει την εγκαταλειμμένη πια άμαξα, λες και περίμενε να βρει κι άλλον πραματευτή κρυμμένο μέσα. Τελικά, μονάχα λιγοστοί από τους νεώτερους είχαν απομείνει. Ο Ματ και ο Πέριν πλησίασαν εκεί που καθόταν ο Ραντ.
“Μπροστά σ’ όλα αυτά, τι να σου κάνει ο Βάρδος”, είπε ενθουσιασμένος ο Ματ. “Τι λέτε, θα δούμε αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα;”
Ο Πέριν κούνησε το αναμαλλιασμένο κεφάλι του. “Ούτε που θέλω να τον δω. Ίσως κάπου αλλού, μα όχι στους Δύο Ποταμούς. Ένας λόγος παραπάνω αν αυτό σημαίνει πόλεμο”.
“Αν αυτό σημαίνει Άες Σεντάι, επίσης”, πρόσθεσε ο Ραντ. “Ή μήπως ξεχάσατε ποια ήταν η αιτία για το Τσάκισμα; Μπορεί ο Δράκοντας να έκανε την αρχή, αλλά αυτοί που πράγματι τσάκισαν τον κόσμο ήταν οι Άες Σεντάι”.
“Άκουσα κάποτε μια ιστορία”, είπε αργά ο Ματ, “που την έλεγε ο φύλακας ενός αγοραστή μαλλιού. Είπε ότι ο Δράκοντας θα ξαναγεννηθεί, την ώρα της πιο μεγάλης ανάγκης της ανθρωπότητας και θα μας σώσει όλους”.
“Ε, ήταν βλάκας, αν το πίστευε αυτό”, είπε ο Πέριν με σιγουριά. “Κι εσύ ήσουν βλάκας που άκουγες”. Δεν φαινόταν θυμωμένος· δεν θύμωνε εύκολα. Αλλά, μερικές φορές, αγανακτούσε με τις αλλοπρόσαλλες ιδέες του Ματ και αυτό πρόδιδε η φωνή του. “Για πες μου, σου είπε ότι μετά όλοι θα ζήσουμε σε μια καινούργια Εποχή των Θρύλων”.
“Δεν είπα ότι το πίστεψα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Απλώς το άκουσα. Το άκουσε κι η Νυνάβε, επίσης, και μου φάνηκε πως θα μας έγδερνε ζωντανούς κι εμένα και τον φύλακα. Είπε —ο φύλακας — ότι είναι πολλοί αυτοί που το πιστεύουν στ’ αλήθεια, μόνο που φοβούνται να το πουν, φοβούνται τις Άες Σεντάι, ή τα Παιδιά του Φωτός. Μετά μας περιέλαβε η Νυνάβε και δεν μου είπε άλλα. Αυτή το είπε στον έμπορο, που είπε ότι ήταν το τελευταίο ταξίδι που θα έκανε μαζί του ο φύλακας”.
“Και πολύ σωστά”, είπε ο Πέριν. “Θα μας σώσει ο Δράκοντας; Αυτά τα λένε οι Κόπλιν”.
“Ποια ανάγκη θα ήταν αρκετά μεγάλη για να θέλουμε τον Δράκοντα να μας γλιτώσει;” είπε συλλογισμένα ο Ραντ. “Σαν να ζητάς βοήθεια από τον ίδιο τον Σκοτεινό”.
“Δεν είπε”, απάντησε με μια δόση αμηχανίας ο Ματ. “Και δεν ανέφερε καινούργια Εποχή των Θρύλων. Είπε ότι ο ερχομός του Δράκοντα θα διέλυε τον κόσμο”.
“Αυτό να δεις πώς θα μας έσωζε”, είπε ξερά ο Πέριν. “Άλλο ένα Τσάκισμα”.
“Κάψε με τώρα!” γρύλισε ο Ματ. “Σου λέω μόνο τι είπε ο φύλακας”.
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. “Εγώ απλώς ελπίζω να μην έρθουν κατά δω οι Άες Σεντάι και αυτός ο Δράκοντας, είτε ψεύτικος είτε όχι. Μπορεί έτσι να σωθούν οι Δύο Ποταμοί”.
“Λες ότι είναι στ’ αλήθεια Σκοτεινόφιλοι;” Ο Ματ είχε σμίξει τα φρύδια σκεπτικά.
Ποιοι;” ρώτησε ο Ραντ. “Οι Άες Σεντάι.”
Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Πέριν, που σήκωσε τους ώμους. Οι ιστορίες”, άρχισε να λέει αργά, αλλά ο Ματ τον έκοψε.
“Δεν λένε όλες οι ιστορίες ότι υπηρετούν τον Σκοτεινό, Ραντ”. Μα το Φως, Ματ”, είπε ο Ραντ, “αυτές προκάλεσαν το Τσάκισμα. Τι παραπάνω ζητάς;”
“Μάλλον”. Ο Ματ αναστέναξε, αλλά δεν πέρασε μια στιγμή και χαμογέλασε πάλι πλατιά. “Εκείνος ο γέρος, ο Μπίλι Κόνγκαρ, λέει ότι δεν υπάρχουν. Άες Σεντάι. Σκοτεινόφιλοι. Λέει πως δεν είναι παρά ιστορίες. Λέει ότι δεν πιστεύει ούτε στον Σκοτεινό”.