Выбрать главу

Ο Πέριν ξεφύσηξε. “Λόγια των Κόπλιν από έναν Κόνγκαρ. Τι περίμενες;”

“Ο γέρο-Μπίλι ονομάτισε τον Σκοτεινό. Πάω στοίχημα πως δεν το ξέρατε αυτό”.

“Μα το Φως!” είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ.

Το χαμόγελο του Ματ έγινε ακόμα πιο πλατύ. “Ήταν την περασμένη άνοιξη, λίγο πριν έρθει ο αιχμοσκώληκας, στα δικά του χωράφια μόνο και σε κανενός άλλου. Ακριβώς πριν κολλήσουν όλοι στο σπίτι του κιτρινομάτικο πυρετό. Τον άκουσα. Ακόμα λέει πως δεν πιστεύει, αλλά τώρα, όποτε του ζητώ να ονοματίσει τον Σκοτεινό, πιάνει κάτι και μου το πετά”.

“Είσαι τόσο βλάκας που πας και κάνεις τέτοια πράγματα, ε, Μάτριμ;” Η Νυνάβε αλ’Μεάρα μπήκε ανάμεσά τους, εκεί που μιλούσαν σκυμμένοι και η μελαχρινή πλεξούδα, που ήταν ριγμένη στον ώμο της, σχεδόν σπαρταρούσε από θυμό. Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος. Η Σοφία, παρ’ όλο που ήταν λεπτοκαμωμένη και μετά βίας έφτανε ως τον ώμο του Ματ, αυτή τη στιγμή έμοιαζε πιο ψηλή κι από τους τρεις και δεν είχε σημασία που ήταν νέα και όμορφη. “Κάτι τέτοιο υποψιαζόμουν τότε για τον Μπίλι Κόνγκαρ, αλλά νόμιζα πως εσύ, τουλάχιστον, είχες μια στάλα μυαλό και δεν τον τσιγκλουσες για να τον ονοματίσει. Μπορεί να έφτασες σε ηλικία γάμου, Μάτριμ, η αλήθεια όμως είναι πως κακώς έφυγες από τα φουστάνια της μητέρας σου. Όπου να ’ναι θα ονοματίσεις εσυ ο ίδιος τον Σκοτεινό”.

“Όχι, Σοφία”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ, με έκφραση που έλεγε πως αυτή τη στιγμή θα προτιμούσε να ήταν οπουδήποτε αλλού. “Το είπε ο γερο-Μπίλι — θέλω να πω, ο αφέντης Κόνγκαρ, όχι εγώ! Μα το αίμα και τις στάχτες, θα—”

“Για πρόσεχε τα λόγια σου, Μάτριμ!”

Ο Ραντ ανακάθισε, με το σώμα πιο ίσια, αν και το άγριο βλέμμα της δεν είχε πέσει πάνω του. Ο Πέριν έμοιαζε, κι αυτός, εξίσου ντροπιασμένος. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως αργότερα όλο και κάποιος από την παρέα θα παραπονιόταν πως τους τα είχε ψάλει μια γυναίκα, σχεδόν συνομήλική τους —αυτό έλεγαν πάντα όταν τους μάλωνε η Νυνάβε, αν και ποτέ μπροστά της- αλλά το χάσμα των ηλικιών πάντα έμοιαζε αρκετά πλατύ, όταν ήταν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της. Ειδικά όταν ήταν θυμωμένη. Το ραβδί που κρατούσε στο χέρι της ήταν χοντρό στη μια άκρη και γινόταν λεπτή βίτσα στην άλλη και όταν πίστευε πως κάποιος έκανε σαν βλάκας συνήθιζε να τον μαστιγώνει —στο κεφάλι, ή στα χέρια, ή στα πόδια- όποια κι αν ήταν η ηλικία, ή η θέση του.

Η Σοφία είχε τραβήξει την προσοχή του τόσο έντονα, που ο Ραντ στην αρχή δεν είδε ότι δεν ήταν μόνη της. Όταν κατάλαβε το λάθος του, σκέφτηκε μήπως έπρεπε να φύγει, άσχετα από το τι θα του έλεγε, ή θα του έκανε η Σοφία αργότερα.

Η Εγκουέν έστεκε μερικά βήματα πίσω από τη Σοφία, παρακολουθώντας με προσοχή. Είχε ίδιο ύψος με τη Νυνάβε και την ίδια σκοτεινή όψη κι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να είναι πιστό είδωλο της διάθεσης της Νυνάβε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το στόμα σφιγμένο αποδοκιμαστικά. Η κουκούλα του μαλακού, γκρίζου μανδύα της σκίαζε το πρόσωπό της και τα μεγάλα, καστανά μάτια της, τώρα, δεν έκρυβαν ούτε ίχνος γέλιου.

Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος της και θα έπρεπε να έχει το πλεονέκτημα, αν υπήρχε δικαιοσύνη, αλλά αυτό δεν ίσχυε. Αντίθετα από τον Πέριν, όταν μιλούσε με τα κορίτσια του χωριού η γλώσσα του σκόνταφτε, στην καλύτερη περίπτωση. Όμως, όποτε η Εγκουέν τον κοίταζε με προσήλωση, ανοίγοντας τα μάτια, λες και όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη πάνω του, τότε ο Ραντ δεν κατάφερνε να βάλει σε μια σειρά τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του. Ίσως θα κατάφερνε να ξεφύγει, όταν τελείωνε η Νυνάβε. Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε, έστω κι αν δεν καταλάβαινε γιατί.

“Αντί να χαζεύεις σαν φεγγαροχτυπημένο αρνάκι, Ραντ”, είπε η Νυνάβε, “ίσως θα μπορούσες να μου πεις τι θέλατε και λέγατε γι’ αυτά τα πράγματα. Ακόμα κι εσείς, τα ταυράκια, έχετε μια στάλα μυαλό και ξέρετε ότι δεν τα πιάνουμε στο στόμα μας”.

Ο Ραντ τινάχτηκε και τράβηξε το βλέμμα του από την Εγκουέν στα χείλη της, όσο μιλούσε η Σοφία, είχε χαραχτεί ένα χαμόγελο, που τον αναστάτωνε. Η φωνή της Νυνάβε ήταν σαρκαστική, αλλά το στόμα της ήταν έτοιμο να ανοίξει, μ’ ένα χαμόγελο κατανόησης —μέχρι τη στιγμή που ο Ματ γέλασε δυνατά. Το χαμόγελο της Σοφίας χάθηκε, και η ματιά που έριξε στον Ματ του έκοψε το γέλιο μέσα σ’ ένα πνιχτό κρώξιμο.

“Λοιπόν, Ραντ;” είπε η Νυνάβε.

Με την άκρη του ματιού του ο Ραντ είδε ότι η Εγκουέν ακόμα χαμογελούσε. Πού βρίσκει το αστείο; “Ήταν φυσικό να μιλάμε γι’ αυτά, Σοφία”, είπε γοργά. “Ο πραματευτής — ο Πάνταν Φάιν.. ε... ο αφέντης Φάιν — έφερε νέα για έναν ψεύτικο Δράκοντα στη Γκεάλνταν και για πόλεμο και για τις Άες Σεντάι. Το Συμβούλιο τα θεώρησε σημαντικά και συζητάνε μαζί του. Για τι άλλο θα μιλούσαμε εμείς;”