Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. “Να γιατί η άμαξα του πραματευτή στέκει παρατημένη. Ακουσα πως ο κόσμος έτρεξε να τον προϋπαντήσει, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω την κυρά Αγιέλιν πριν πέσει ο πυρετός της. Το Συμβούλιο ρωτά τον πραματευτή τι έγινε στη Γκεάλνταν, ε; Απ’ όσο τους ξέρω, θα του κάνουν όλες τις λάθος ερωτήσεις και καμιά από τις σωστές. Θα χρειαστεί ο Κύκλος των Γυναικών για να μάθουμε κάτι χρήσιμο”. Έσιαξε τον μανδύα της στους ώμους της και μπήκε στο πανδοχείο.
Η Εγκουέν δεν ακολούθησε τη Σοφία. Όταν η πόρτα του πανδοχείου έκλεισε πίσω από τη Νυνάβε, η νεότερη γυναίκα ήρθε και στάθηκε μπροστά στον Ραντ. Το πρόσωπό της δεν ήταν πια συνοφρυωμένο, αλλά το βλέμμα της, με τα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν, τον έκανε να νιώθει ταραχή. Κοίταξε τους φίλους του, αλλά εκείνοι απομακρύνονταν χαμογελώντας πλατιά, καθώς τον εγκατέλειπαν.
“Μην αφήνεις τον Ματ να σε παρασέρνει στα άμυαλα παιχνίδια του, Ραντ”, είπε η Εγκουέν, με ύφος σοβαρό σαν τη Νυνάβε και μετά χαχάνισε. “Τελευταία φορά που σε είδα με τέτοιο ύφος ήταν τότε, που ο Τσεν Μπούι σας είχε πιάσει εσένα και τον Ματ στις μηλιές του, όταν ήσασταν δέκα χρονών”.
Εκείνος σάλεψε τα πόδια του άβολα και κοίταξε τους φίλους του. Στέκονταν λίγο πιο πέρα κι ο Ματ ανέμιζε τα χέρια καθώς μιλούσε.
“Θα χορέψεις μαζί μου αύριο;” Δεν ήταν αυτό που σκόπευε να πει. Ήθελε να χορέψει μαζί της, αλλά, ταυτόχρονα, δεν ήθελε καθόλου την αμηχανία που ένιωθε, κάθε φορά που βρισκόταν μαζί της. Που ένιωθε κι αυτή τη στιγμή.
Οι άκρες του στόματός της γύρισαν προς τα πάνω, σχηματίζοντας ένα χαμογελάκι. “Το απόγευμα”, του είπε. “Το πρωί έχω δουλειά”.
Από την πλευρά των φίλων του ακούστηκε η φωνή του Πέριν. “Βάρδος!”
Η Εγκουέν στράφηκε προς το μέρος τους, αλλά ο Ραντ την έπιασε απαλά από το μπράτσο. “Δουλειά; Τι δουλειά;”
Παρά το κρύο, η Εγκουέν κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της και, με φαινομενική άνεση, κατέβασε τα μαλλιά της μπροστά από τον ώμο της. Την τελευταία φορά που την είχε δει, τα μαλλιά της κρέμονταν σε σκούρα κύματα πάνω στους ώμους της και μόνο μια κόκκινη κορδέλα τα κρατούσε μακριά από το πρόσωπό της· τώρα ήταν πλεγμένα σε μια μακριά πλεξούδα.
Ο Ραντ κοίταξε την πλεξούδα σαν να ήταν οχιά και μετά έριξε μια κλεφτή ματιά στο Στύλο της Ανοιξης, που τώρα έστεκε έρημος στο Πράσινο, έτοιμος για την αυριανή μέρα. Το πρωί, οι ανύπαντρες γυναίκες σε ηλικία γάμου θα χόρευαν στο Στύλο. Ξεροκατάπιε με δυσκολία. Για κάποιον λόγο, δεν του είχε περάσει από το νου πως η Εγκουέν θα έφτανε σε ηλικία γάμου μαζί του.
“Το ότι κάποιος είναι σε ηλικία γάμου”, μουρμούρισε ο Ραντ, “δεν σημαίνει πως πρέπει και να παντρευτεί. Τουλάχιστον όχι αμέσως”.
“Και βέβαια όχι. Ή ότι πρέπει καν να παντρευτεί ποτέ, εδώ που τα λέμε”.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. “Ποτέ;”
“Οι Σοφίες δεν παντρεύονται, σχεδόν ποτέ. Ξέρεις, η Νυνάβε με διδάσκει. Λέει ότι έχω ταλέντο, ότι μπορώ να μάθω πώς ν’ ακούω τον άνεμο. Η Νυνάβε λέει πως δεν το καταφέρνουν όλες οι Σοφίες, ακόμα κι εκείνες που λένε πως μπορούν”.
“Η Σοφία!” φώναξε περιφρονητικά. Δεν πρόσεξε την επικίνδυνη λάμψη στα μάτια της. “Η Νυνάβε θα είναι εδώ Σοφία για τουλάχιστον πενήντα χρόνια ακόμα. Μάλλον περισσότερα. Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σαν μαθητευόμενη της;”
“Υπάρχουν κι άλλα χωριά”, απάντησε εκείνη εκνευρισμένα. “Η Νυνάβε λέει ότι τα χωριά πιο βόρεια από το Τάρεν πάντα διαλέγουν Σοφία που να έρχεται από μακριά. Λένε ότι έτσι δεν θα έχει ευνοούμενους ανάμεσα στον κόσμο”.
Το γέλιο του έσβησε απότομα όπως είχε έρθει. “Πέρα από τους Δύο Ποταμούς; Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ”.
“Και δεν θα σου αρέσει αυτό; Δεν έδειξες να σε νοιάζει πού είμαι”.
“Κανένας ποτέ δεν φεύγει από τους Δύο Ποταμούς”, συνέχισε ο Ραντ. “Μπορεί κάποιοι από το Τάρεν Φέρυ, μα εκεί είναι ούτως ή άλλως παράξενοι. Δεν μοιάζουν, σχεδόν καθόλου, με τον κόσμο στους Δύο Ποταμούς”.
Η Εγκουέν αναστέναξε με αγανάκτηση. “Ε, μπορεί να είμαι κι εγώ παράξενη. Μπορεί να θέλω να δω τα μέρη που ακούω να λένε στις ιστορίες. Το σκέφτηκες καθόλου αυτό;”
“Και βέβαια. Ονειροπολώ μερικές φορές, αλλά ξέρω τη διαφορά ανάμεσα στα ονειροπολήματα και στην πραγματικότητα”.
“Κι εγώ δεν την καταλαβαίνω;” είπε εκείνη έξω φρενών και αμέσως του γύρισε την πλάτη. “Δεν εννοούσα αυτό. Μιλούσα για μένα. Εγκουέν;”
Εκείνη έριξε πάνω της το μανδύα, με μια απότομη κίνηση, σαν τείχος για να τον αποκλείσει και προχώρησε λίγο παραπέρα με αργά βήματα. Ο Ραντ έτριψε το κεφάλι του μπερδεμένος. Πώς να της το εξηγούσε; Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν έβγαζε από τα λόγια του νοήματα, που ο ίδιος δεν είχε φανταστεί πως υπήρχαν εκεί. Στην τωρινή διάθεση της, ένα στραβοπάτημά του θα χειροτέρευε την κατάσταση και ήταν σίγουρος πως σχεδόν ό,τι κι αν έλεγε θα ήταν στραβοπάτημα.