Ο Ματ και ο Πέριν ξαναγύρισαν τότε κοντά του. Η Εγκουέν δεν έδωσε σημασία στον ερχομό τους. Την κοίταξαν αβέβαια, έπειτα έπεσαν πάνω στον Ραντ.
“Η Μουαραίν έδωσε και τον Πέριν ένα νόμισμα”, είπε ο Ματ. “Σαν τα δικά μας”. Κοντοστάθηκε και μετά πρόσθεσε, “Κι έχει δει τον καβαλάρη”.
“Πού;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. “Πότε; Τον έχει δει κανείς άλλος; Το έχεις πει σε κανέναν άλλον;”
Ο Πέριν σήκωσε τα χοντρά του χέρια με μια αργή χειρονομία. “Μία-μία τις ερωτήσεις. Τον είδα στην άκρη του χωριού να παρακολουθεί το σιδεράδικο, χτες κατά το σούρουπο. Μου σηκώθηκαν οι τρίχες, στ’ αλήθεια. Το είπα στον αφέντη Λούχαν, αλλά όταν κοίταξε κατά κει δεν υπήρχε κανείς. Είπε ότι έβλεπα σκιές. Αλλά, όταν σβήναμε τη φωτιά και μαζεύαμε τα εργαλεία, κουβαλούσε το πιο μεγάλο σφυρί του. Δεν το έχει ξανακάνει”.
“Άρα σε πίστεψε”, είπε ο Ραντ, αλλά ο Πέριν σήκωσε τους ώμους.
“Δεν ξέρω. Τον ρώτησα γιατί κουβαλούσε το σφυρί, αν αυτό που είχα δει ήταν σκιές και είπε κάτι για λύκους που ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο χωριό. Μπορεί να νόμισε ότι αυτό είδα, αλλά θα ’πρεπε να ξέρει ότι καταλαβαίνω τη διαφορά ανάμεσα σε λύκο και σε καβαλάρη, ακόμα και το σούρουπο. Ξέρω αυτό που είδα και κανένας δεν θα με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη”.
“Σε πιστεύω”, είπε ο Ραντ. “Τον είδα κι εγώ, αν θυμάσαι”. Ο Πέριν γρύλισε με ικανοποίηση, σαν να μην ήταν σίγουρος προηγουμένως.
“Τι λέτε τώρα;” απαίτησε να μάθει ξαφνικά η Εγκουέν.
Ο Ραντ ευχήθηκε να είχε μιλήσει πιο σιγά. Θα χαμήλωνε τη φωνή του, αν είχε καταλάβει ότι τους άκουγε η Εγκουέν. Ο Ματ και ο Πέριν, χαμογελώντας σαν χαζοί, τσακίστηκαν να της πουν για τις συναντήσεις τους με τον μαυροντυμένο καβαλάρη, αλλά ο Ραντ έμεινε σιωπηλός. Ήταν σίγουρος για το τι θα τους έλεγε η Εγκουέν όταν θα τελείωναν.
“Η Νυνάβε είχε δίκιο”, ανακοίνωσε η Εγκουέν προς τον ουρανό, όταν της τα είχαν πει. “Ακόμα να πήξει το μυαλό σας. Ξέρετε, υπάρχουν άνθρωποι που καβαλούν άλογα. Λυτό δεν σημαίνει ότι είναι τέρατα από τις ιστορίες των τραγουδιστών”. Ο Ραντ ένευσε με κατανόηση· ήταν όπως το είχε σκεφτεί. Η Εγκουέν τα έβαλε μαζί του. “Κι εσύ διαδίδεις αυτές τις φήμες. Μερικές φορές δεν σκέφτεσαι, Ραντ. Δεν μας φτάνει ο φόβος που είχαμε το χειμώνα, έρχεσαι μετά κι εσύ να τρομάξεις τα παιδιά”.
Ο Ραντ μόρφασε ξινά. “Δεν διαδίδω τίποτα, Εγκουέν. Αλλά είδα ό,τι είδα. Και δεν ήταν αγρότης που έψαχνε για χαμένη αγελάδα”.
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε το στόμα της, αλλά ό,τι κι αν έλεγε εξαφανίστηκε, όταν άνοιξε η πόρτα του πανδοχείου και βγήκε ένας άνδρας, με άσπρα ανάκατα μαλλιά, που έτρεχε σαν κυνηγημένος.
4
Βάρδος
Η πόρτα του πανδοχείου έκλεισε με βρόντο πίσω από τον ασπρομάλλη άνδρα κι αυτός στριφογύρισε να την κοιτάξει. Ήταν λεπτός και θα ήταν ψηλός, αν δεν καμπούριαζε τους ώμους του, αλλά οι κινήσεις του είχαν μια σβελτάδα, που ερχόταν σε αντίθεση με την ηλικία που έδειχνε. Ο μανδύας του ήταν ένα συνονθύλευμα μπαλωμάτων, με αταίριαστα σχήματα και μεγέθη, που πετάριζαν με κάθε σπιλιάδα αέρα, μπαλώματα σε εκατό χρώματα. Ο Ραντ είδε ότι ο μανδύας ήταν αρκετά χοντρός, παρά τα λεγόμενα του αφέντη αλ’Βερ και τα μπαλώματα ήταν απλώς ραμμένα από πάνω, σαν διακοσμητικά.
“Ο Βάρδος!” ψιθύρισε η Εγκουέν με έξαψη.
Ο ασπρομάλλης άνδρας στριφογύρισε και ο μανδύας του ανέμισε. Το μακρύ παλτό του είχε παράξενα, φαρδιά μανίκια και μεγάλες τσέπες. Ένα παχύ μουστάκι τυλιγόταν γύρω από το στόμα του, κάτασπρο, σαν τα μαλλιά της κεφαλής του και το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, σαν δέντρο που έχει περάσει δύσκολους καιρούς. Έκανε ένα αγέρωχο νόημα στον Ραντ και τους άλλους με τη μακριά πίπα του, που ήταν περίτεχνα σκαλισμένη και άφηνε μια μακριά τολύπη καπνού. Κάτω από τα φουντωτά άσπρα φρύδια, γαλανά μάτια έμοιαζαν να τρυπούν ό,τι έβλεπαν.
Ο Ραντ πρόσεξε τα μάτια του άνδρα, σχεδόν όσο και το υπόλοιπο παρουσιαστικό του. Όλοι στους Δύο Ποταμούς είχαν μαύρα μάτια, το ίδιο και οι περισσότεροι έμποροι και οι φύλακες τους και όλοι όσοι είχε δει ποτέ. Οι Κόνγκαρ και οι Κόπλιν τον κορόιδευαν για τα γκρίζα μάτια του, μέχρι τη μέρα που βάρεσε μπουνιά στη μύτη του Γιούαλ Κόπλιν ύστερα η Σοφία του τα είχε ψάλει για τα καλά. Αναρωτήθηκε, αν υπήρχε μέρος στο οποίο κανείς δεν είχε μαύρα μάτια. Μπορεί κι ο Λαν να είναι από κει.
“Τι σόι μέρος είναι αυτό;” απαίτησε να μάθει ο Βάρδος, με βαθιά φωνή, που κατά κάποιον τρόπο ακουγόταν πιο ηχηρή από τη φωνή ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ακόμα και εκεί έξω έμοιαζε να γεμίζει ένα ψηλό δωμάτιο και να αντηχεί στους τοίχους. “Τα στουρνάρια σε κείνο το χωριό πάνω στο λόφο μου είπαν ότι θα έφτανα εδώ πριν σκοτεινιάσει κι αμέλησαν να μου πουν ότι θα το κατάφερνα μόνο αν έφευγα πριν το μεσημέρι. Όταν, επιτέλους, έφτασα, με το κρύο να με περονιάζει ως το κόκαλο, έτοιμος για ένα ζεστό κρεβάτι, ο πανδοχέας σας άρχισε να γκρινιάζει για την ώρα, σαν να ήμουν ένα κοπάδι αδέσποτα γουρούνια, λες και το Συμβούλιο του Χωριού σας δεν με είχε παρακαλέσει να επιδείξω την τέχνη μου στη γιορτή που κάνετε. Και δεν μου είπε καν πως είναι ο δήμαρχος”. Σταμάτησε να ξαναβρεί την ανάσα του και τους έριξε μια άγρια ματιά, αλλά αμέσως ξανάρχισε να μιλά. “Όταν κατέβηκα κάτω, για να καπνίσω την πίπα μου μπροστά στο τζάκι και να πιω μια μπύρα, όλοι οι άντρες, που κάθονταν στην κοινή αίθουσα, γύρισαν και με κοίταξαν, λες και ήμουν ο αντιπαθητικός κουνιάδος, που ήρθε να δανειστεί λεφτά. Ένας γέροντας μου τα ’ψάλε για τις ιστορίες που πρέπει και δεν πρέπει να λέω και μετά ένα κοριτσάκι μου ’βαλε τις φωνές για να βγω έξω και με απείλησε με ένα μεγάλο ραβδί, επειδή δεν τσακίστηκα να την υπακούσω. Ποιος άκουσε ποτέ να φέρονται έτσι σε Βάρδο;”