Το πρόσωπο της Εγκουέν ήταν για ζωγραφιά, γεμάτο κατάπληξη από τη μια, καθώς κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια τον Βάρδο με σάρκα και οστά, ανάμικτη με τη λαχτάρα να υπερασπιστεί τη Νυνάβε.
“Συγχώρεσέ μας, αφέντη Βάρδε”, είπε ο Ραντ. Καταλάβαινε πως κι ο ίδιος χαμογελούσε χαζά. “Αυτή ήταν η Σοφία μας και—”
“Εκείνο το ωραίο κοριτσάκι που ήταν μια μπουκιά;” αναφώνησε ο Βάρδος. “Σοφία του χωριού; Μα, τώρα, στην ηλικία της, έπρεπε να φλερτάρει τους νεαρούς, αντί να προβλέπει τον καιρό και να γιατρεύει τους αρρώστους”.
Ο Ραντ σάλεψε αμήχανα. Ευχήθηκε να μην άκουγε ποτέ η Νυνάβε την άποψη του Βάρδου. Τουλάχιστον, να μην την άκουγε πριν τελειώσει την παράσταση του. Ο Πέριν μόρφασε με τα λόγια του και ο Ματ σφύριξε δίχως ήχο, σαν να είχε περάσει η ίδια ιδέα από το νου τους.
“Οι άνδρες ήταν το Συμβούλιο του Χωριού”, συνέχισε ο Ραντ. “Είμαι βέβαιος πως δεν σκόπευαν να σε προσβάλλουν. Βλέπεις, μόλις μάθαμε πως έχει πόλεμο στη Γκεάλνταν κι ένας άνδρας ισχυρίζεται πως είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Ένας ψεύτικος Δράκοντας. Οι Άες Σεντάι πάνε εκεί από την Ταρ Βάλον. Το Συμβούλιο προσπαθεί να κρίνει, αν εμείς εδώ βρισκόμαστε σε κίνδυνο”.
“Μπαγιάτικα νέα, ακόμα και στο Μπάερλον”, είπε ακατάδεχτα ο τραγουδιστής, “κι είναι το τελευταίο μέρος στον κόσμο που μαθαίνει τι γίνεται”. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τριγύρω το χωριό και πρόσθεσε στεγνά, “Σχεδόν το τελευταίο”. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στην άμαξα μπροστά στο πανδοχείο, που έστεκε έρημη τώρα, με τους ρυμούς ακουμπισμένους στο χώμα. “Μάλιστα. Καλά μου φάνηκε ότι είδα εκεί μέσα τον Πάνταν Φάιν”. Η φωνή του ήταν ακόμα βαθιά, αλλά η αντήχηση είχε χαθεί και τη θέση της είχε πάρει η καταφρόνια. “Ο Φάιν πάντα έφερνε γρήγορα τα κακά νέα, όσο χειρότερα τόσο γρηγορότερα. Πιο πολύ κοράκι έχει μέσα του παρά άνθρωπο”.
“Ο αφέντης Φάιν έρχεται συχνά στο Πεδίο του Έμοντ, αφέντη Βάρδε”, είπε η Εγκουέν και μέσα από την αγαλλίαση της ξεπρόβαλλε, επιτέλους, ένας τόνος αποδοκιμασίας. “Πάντα είναι γελαστός και πιο πολλά είναι τα καλά νέα που φέρνει παρά τα άσχημα”.
Ο Βάρδος την κοίταξε για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε πλατιά. “Είσαι μια θαυμάσια κοπελιά. Θα ’πρεπε να έχεις ανθούς τριανταφυλλιάς στα μαλλιά σου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να βγάλω τριαντάφυλλα απ’ τον αέρα, τουλάχιστον φέτος, αλλά πώς θα σου φαινόταν να σταθείς πλάι μου αύριο για ένα μέρος της παράστασής μου; Θα μου δίνεις το φλάουτό μου, όταν το χρειάζομαι, και ορισμένα άλλα σύνεργα. Πάντα διαλέγω το ομορφότερο κορίτσι για βοηθό μου”.
Ο Πέριν χασκογέλασε και ο Ματ, που ήδη χασκογελούσε, γέλασε δυνατά. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος· η Εγκουέν τον αγριοκοίταξε κι αυτός δεν είχε καν χαμογελάσει. Η Εγκουέν γύρισε και μίλησε, με φωνή που παραήταν γαλήνια.
“Σ’ ευχαριστώ, αφέντη Βάρδε. Θα χαρώ να σε βοηθήσω”.
“Θομ Μέριλιν”, είπε ο Βάρδος. Οι άλλοι στάθηκαν, κοιτώντας τον. “Το όνομά μου είναι Θομ Μέριλιν, όχι αφέντης Βάρδος”. Έσιαξε τον πολύχρωμο μανδύα στους ώμους του και η φωνή του πάλι έμοιαζε ν’ αντηχεί σε μεγάλη αίθουσα. “Κάποτε ήμουν Βάρδος της Αυλής και τώρα, πράγματι, έχω κατακτήσει το τιμημένο αξίωμα του αφέντη Βάρδου, αλλά το όνομά μου είναι απλώς Θομ Μέριλιν, και Βάρδος είναι ο απλός τίτλος, για τον οποίο καμαρώνω”. Και υποκλίθηκε περισπούδαστα, ανεμίζοντας το μανδύα του, τόσο επιτηδευμένα, που ο Ματ χειροκρότησε και η Εγκουέν μουρμούρισε με θαυμασμό.
“Αφέντη... ε... αφέντη Μέριλιν”, είπε ο Ματ, μη ξέροντας με ποιον τρόπο θα έπρεπε να απευθυνθεί στον Θομ Μέριλιν, μετά απ’ όσα τους είχε πει, “τι συμβαίνει στη Γκεάλνταν; Ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα; Ή τις Άες Σεντάι;”