Ο Λουζ Θέριν κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια την κατεστραμμένη αίθουσα. “Η Ιλυένα θα έπρεπε να είναι εδώ για να υποδεχθεί τον καλεσμένο”, μουρμούρισε αφηρημένα, έπειτα μίλησε πιο δυνατά. “Ιλυένα, πού είσαι;” Το πάτωμα τραντάχτηκε· το σώμα της χρυσομαλλούσας γυναίκας σάλεψε, σαν να απαντούσε στο κάλεσμά του. Τα μάτια του δεν την έβλεπαν.
Ο ’Ελαν Μόριν έκανε ένα μορφασμό. “Δες πώς είσαι”, είπε περιφρονητικά. “Κάποτε ήσουν ο πρώτος μεταξύ των Υπηρετών. Κάποτε φορούσες το Δαχτυλίδι του Τάμυρλιν και καθόσουν στην Υψηλή Έδρα. Κάποτε καλούσες τις Εννιά Ράβδους της Κυριαρχίας. Τώρα δες πώς είσαι! Ένα αξιολύπητο, τσακισμένο κουφάρι. Μα αυτό δεν φτάνει. Με ταπείνωσες στην Αίθουσα των Υπηρετών. Με νίκησες στις Πύλες του Πάαραν Ντίσεν. Αλλά τώρα εγώ είμαι ο πιο μεγάλος. Δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις χωρίς να το μάθεις. Όταν πεθάνεις, η τελευταία σου σκέψη θα είναι η απόλυτη γνώση της ήττας σου, το πόσο πλήρης και συντριπτική είναι. Αν σε αφήοω να πεθάνεις”.
“Δεν καταλαβαίνω τι κάνει η Ιλυένα. Θα με κατσαδιάσει, αν πιστέψει πως της κρύβω καλεσμένο. Ελπίζω να σου αρέσει να συζητάς, γιατί εκείνης της αρέσει πολύ. Σε προειδοποιώ. Η Ιλυένα θα σου κάνει τόσες ερωτήσεις, που στο τέλος ίσως της πεις ό,τι ξέρεις και δεν ξέρεις”.
Ο Έλαν Μόριν πέταξε πίσω το μαύρο μανδύα του και λύγισε τα χέρια του. “Κρίμα για σένα”, είπε στοχαστικά, “που δεν είναι εδώ κάποια από τις Αδερφές σου. Ποτέ δεν ήμουν καλός στη Θεραπεία, και τώρα ακολουθώ διαφορετική δύναμη. Αλλά ακόμα και μια απ’ αυτές θα μπορούσε να σου προσφέρει λίγες μόνο στιγμές διαύγειας, αν δεν τη σκότωνες πρώτα. Αυτό που μπορώ να κάνω εξυπηρετεί εξίσου τους σκοπούς μου”. Το άξαφνο χαμόγελό του έδειχνε ασπλαχνία. “Αλλά φοβάμαι πως η θεραπεία του Σαϊ’τάν είναι διαφορετική απ’ αυτήν που ξέρεις. Θεραπεύσου, Λουζ Θέριν!”. Απλωσε τα χέρια και το φως σκοτείνιασε, σαν να είχε πέσει μια σκιά στον ήλιο.
Ο πόνος έκαψε τον Λουζ Θέριν, που ούρλιαξε, μ’ ένα ουρλιαχτό που έβγαινε βαθιά από μέσα του, ένα ουρλιαχτό που δεν μπορούσε να το σταματήσει. Η φωτιά κατέκαιγε το μεδούλι του· οξύ κυλούσε στις φλέβες του. Έπεσε προς τα πίσω, σωριάστηκε στο μαρμάρινο πάτωμα· το κεφάλι του χτύπησε το σκληρό δάπεδο και αναπήδησε. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε προσπαθώντας να βγει από το στήθος του και κάθε παλμός της έκανε κι άλλες φλόγες να αναβλύσουν από μέσα του. Σπαρταρούσε, ανήμπορος να αντιδράσει, σφάδαζε και το κρανίο του ήταν μια σφαίρα ατόφιας αγωνίας, έτοιμη να σπάσει. Οι βραχνές κραυγές του αντήχησαν σ’ όλο το παλάτι.
Αργά, πολύ αργά, ο πόνος καταλάγιασε. Έκανε χίλια χρόνια για να υποχωρήσει, έτσι έμοιαζε και τον άφησε να τρέμει ασθενικά, ρουφώντας ανάσες από το γδαρμένο λαιμό του. Χίλια ακόμα χρόνια φάνηκαν να περνούν, πριν καταφέρει να στρίψει το κορμί του, με μύες μαλακούς σαν σφουγγάρι και να στηριχτεί τρέμοντας στα χέρια και στα πόδια. Το βλέμμα του έπεσε στη χρυσομαλλούσα γυναίκα και το θέαμα του απέσπασε μια κραυγή, που ξεπερνούσε κάθε άλλο ήχο που είχε βγάλει ως τότε. Παραπατώντας, πέφτοντας σχεδόν, διέσχισε τρεκλίζοντας την απόσταση που τους χώριζε. Έβαλε όλη του τη δύναμη για να την πάρει στην αγκαλιά του. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς της έσιαζε τα μαλλιά για να μην κρύβουν το πρόσωπο και τα ανοιχτά μάτια της.
“Ιλυένα! Φως μου βοήθησέ με, Ιλυένα!” Το σώμα του τύλιξε το δικό της προστατευτικά και οι λυγμοί του ήταν τα κλάματα που βγαίνουν βαθιά από το λαιμό ενός άνδρα που δεν του έχει απομείνει κανένας λόγος για να ζει. “Ιλυένα, όχι! Όχι!”
“Μπορείς να την ξαναποκτήσεις, Σφαγέα. Ο Μέγας Άρχων του Σκότους μπορεί να της ξαναδώσει ζωή, αν τον υπηρετήσεις. Αν με υπηρετήσεις”.
Ο Λουζ Θέριν ύψωσε το κεφάλι, και μπροστά σε κείνο το βλέμμα ο μαυροντυμένος άνδρας έκανε, άθελά του, ένα βήμα πίσω. “Δέκα χρόνια, Προδότη”, είπε μ’ απαλή φωνή ο Λουζ Θέριν, με τον απαλό ήχο ατσαλιού που βγαίνει από το θηκάρι. “Δέκα χρόνια ο βδελυρός αφέντης σου ρημάζει τον κόσμο. Και τώρα αυτό. Θα...”
“Δέκα χρόνια; Αξιολύπητε, ανόητε! Αυτός ο πόλεμος δεν κρατά δέκα χρόνια, μα από την αρχή του χρόνου. Εσύ κι εγώ δώσαμε χίλιες μάχες με το γύρισμα του Τροχού, χίλιες χιλιάδες και θα μαχόμαστε, ώσπου να πεθάνει ο χρόνος και να θριαμβεύσει η Σκιά!” Τελείωσε κραυγάζοντας, υψώνοντας τη γροθιά του και τώρα ήταν η σειρά του Λουζ Θέριν να κάνει πίσω, με την ανάσα του να κόβεται μπροστά στη λάμψη των ματιών του Προδότη.
Ο Λουζ Θέριν άφησε προσεκτικά την Ιλυένα κάτω, με τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά της. Δάκρια θόλωσαν το βλέμμα του καθώς σηκωνόταν, μα η φωνή του ήταν σίδερο παγωμένο. “Για όσα άλλα έχεις κάνει δεν μπορεί να υπάρξει συγχώρεση, Προδότη, μα για το θάνατο της Ιλυένας θα σε τσακίσω, έτσι που να μην φτάνουν οι δυνάμεις του αφέντη σου για να σε γιατρέψουν. Ετοιμάσου να...”