“Μοιάζω με πραματευτή, μικρέ μου;” είπε βαριά ο Βάρδος, χτυπώντας την πίπα του στην κόψη της παλάμης του. Εξαφάνισε την πίπα κάπου μέσα στο μανδύα του, ή στο παλτό του· ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος πού είχε μπει και πώς. “Είμαι Βάρδος, όχι έμπορος ειδήσεων. Και φροντίζω να μην ξέρω απολύτως τίποτα για τις Άες Σεντάι. Αυτό είναι πολύ πιο ασφαλές”.
“Αλλά, ο πόλεμος”, άρχισε να λέει ο Ματ με ζέση, μόνο και μόνο για να τον διακόψει ο αφέντης Μέριλιν.
“Στους πολέμους, μικρέ μου, ανόητοι σκοτώνουν άλλους ανόητους για ανόητους σκοπούς. Παραπάνω δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς. Εγώ είμαι εδώ για την τέχνη μου”. Ξαφνικά, έδειξε με το δάχτυλό του τον Ραντ. “Εσύ, παλικάρι μου. Δεν σου λείπει το μπόι. Έχεις κι άλλο να ψηλώσεις, αλλά είμαι σίγουρος, πως δεν έχει άλλο άνδρα στην περιοχή που να σε φτάνει στο ύψος. Και δεν θα ’ναι πολλοί στο χωριό με τέτοιο χρώμα ματιών, πάω στοίχημα. Το θέμα είναι, έχεις ώμους ένα τσεκούρι σε φάρδος και είσαι ψηλός σαν Αελίτης. Πώς είναι τ’ όνομά σου, παλικάρι μου;”
Ο Ραντ του είπε, διστακτικά, χωρίς να είναι σίγουρος αν ο άλλος τον κορόιδευε, ή όχι, αλλά ο Βάρδος είχε στραφεί στον Πέριν. “Κι εσύ είσαι μεγαλόσωμος σαν Ογκιρανός. Σχεδόν. Πώς σε λένε;”
“Μόνο αν πατήσω στους ώμους μου”. Ο Πέριν γέλασε. “Φοβάμαι πως ο Ραντ κι εγώ είμαστε απλοί άνθρωποι, αφέντη Μέριλιν, κι όχι φανταστικά πλάσματα από τις ιστορίες σου. Είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα”.
Ο Θομ Μέριλιν τράβηξε την άκρη του μουστακιού του. “Βρε, βρε. Φανταστικά πλάσματα από τις ιστορίες μου. Αυτό είναι; Φαίνεται λοιπόν ότι εσείς, παλικάρια μου, είστε πολυταξιδεμένοι”.
Ο Ραντ δεν άνοιξε το στόμα του, σίγουρος ότι ο Βάρδος ετοίμαζε κάποιο αστείο σε βάρος τους, αλλά ο Πέριν μίλησε.
“Όλοι πήγαμε μακριά, ίσαμε το Λόφο της Βίγλας και το Ντέβεν Ράιντ. Δεν είναι πολλοί εδώ γύρω που να ’χουν φτάσει τόσο μακριά”. Δεν καυχιόταν· ο Πέριν σπάνια έκανε κάτι τέτοιο. Απλώς έλεγε την αλήθεια.
“Κι όλοι έχουμε δει το Βαλτοτόπι”, πρόσθεσε ο Ματ κι ακούστηκε σαν να καυχιόταν. “Είναι ο μεγάλος βάλτος, στην άλλη άκρη του Δυτικού Δάσους. Κανένας δεν πάει εκεί —έχει παντού κινούμενη άμμο και έλη- εκτός από μας. Και ούτε πάει κανένας στα Όρη της Ομίχλης, αλλά εμείς πήγαμε, μια φορά. Ως τα ριζά τους, δηλαδή”.
“Ως εκεί;” μουρμούρισε ο Βάρδος, που τώρα χάιδευε συνεχώς το μουστάκι του. Του Ραντ του φάνηκε πως έκρυβε ένα χαμόγελο και είδε πως ο Πέριν είχε σμίξει τα φρύδια του.
“Είναι γρουσουζιά να πας στα βουνά”, είπε ο Ματ, σαν να έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του που δεν είχαν πάει μακρύτερα. “Όλοι το ξέρουν”.
“Όλα χαζομάρες, Μάτριμ”, τον διέκοψε θυμωμένα η Εγκουέν. “Η Νυνάβε λέει...” Σταμάτησε, με τα μάγουλά της να έχουν πάρει ένα ροδαλό χρώμα και η ματιά που έριξε στον Θομ Μέριλιν δεν ήταν πια τόσο φιλική. “Δεν είναι σωστό να... Δεν είναι...” Το πρόσωπό της κοκκίνισε κι άλλο κι έπαψε να μιλά. Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να είχε μόλις αρχίσει να υποψιάζεται τι γινόταν.
“Έχεις δίκιο, παιδί μου”, είπε με ύφος μεταμέλειας ο Βάρδος. “Ταπεινά ζητώ συγνώμη. Είμαι εδώ για να σας διασκεδάσω. Α, η γλώσσα μου πάντα με βάζει σε μπελάδες”.
“Μπορεί να μην ταξιδέψαμε όσο εσύ”, είπε ανέκφραστα ο Πέριν, “αλλά τι σημασία έχει το ύψος του Ραντ;”
“Μόνο σε κάτι, παλικάρι μου. Αργότερα θα σε αφήσω να με σηκώσεις, αλλά δεν θα μπορείς να ξεκολλήσεις τα πόδια μου από κάτω. Ούτε εσύ, ούτε ο ψηλός σου φίλος από δω —Ραντ, είπαμε;-ουτε και κανένας άλλος. Τι λες γι’ αυτό;”
Ο Πέριν γέλασε. “Νομίζω ότι μπορώ να σε σηκώσω, εδώ και τώρα”. Αλλά, όταν ξεκίνησε για να τον πλησιάσει, ο Θομ Μέριλιν του έκανε νόημα να σταματήσει.
“Αργότερα, παλικάρι μου, αργότερα. Όταν θα έχει περισσότερο κόσμο να μας βλέπει. Ο καλλιτέχνης χρειάζεται κοινό”.
Από τη στιγμή που ο Βάρδος είχε βγει από το πανδοχείο, καμιά εικοσαριά άνθρωποι είχαν μαζευτεί στο Πράσινο, νεαροί άνδρες και γυναίκες, μέχρι παιδιά που κοίταζαν σιωπηλά, με γουρλωμένα μάτια, πίσω από τους μεγαλύτερους θεατές. “Ολοι έμοιαζαν να περιμένουν θαυματουργά πράγματα από τον Βάρδο. Ο ασπρομάλλης άνδρας τους κοίταξε εξεταστικά —φάνηκε να τους μετρά- και μετά κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και αναστέναξε.
“Μάλλον θα ήταν καλό να σας παρουσιάσω ένα μικρό δείγμα. Για να τρέξετε να φέρετε τους άλλους. Ε; Μια πρώτη γεύση γι’ αυτά που θα δείτε αύριο στη γιορτή σας”.
Έκανε ένα βήμα πίσω και ξαφνικά πετάχτηκε στον αέρα, έκανε μια τούμπα και προσγειώθηκε αντικριστά τους, πάνω στο παλιό πέτρινο θεμέλιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τρία μπαλάκια —ένα κόκκινο, ένα λευκό και ένα μαύρο- άρχισαν να χορεύουν ανάμεσα στα χέρια του, από τη στιγμή ακόμα που έπεφτε.