Выбрать главу

Ένας απαλός ήχος ακούστηκε από τους θεατές, εν μέρει έκπληξης, εν μέρει ικανοποίησης. Ακόμα και ο Ραντ ξέχασε τον εκνευρισμό του. Έστειλε ένα χαμόγελο στην Εγκουέν κι εκείνη του το ανταπέδωσε με χαρά κι έπειτα και οι δυο στράφηκαν και κάρφωσαν με τα μάτια τον Βάρδο.

“Θέλετε ιστορίες;” είπε με στόμφο ο Θομ Μέριλιν. “Έχω ιστορίες και θα σας τις πω. Θα τις ζωντανέψω μπροστά στα μάτια σας”. Ένα γαλάζιο μπαλάκι προστέθηκε από κάπου στα άλλα, έπειτα ένα πράσινο κι ένα κίτρινο. “Ιστορίες μεγάλων πολέμων και μεγάλων ηρώων, για τους άνδρες και τα αγόρια. Για τις γυναίκες και τα κορίτσια, ολόκληρο τον Απταριγίνειο Κύκλο. Ιστορίες του Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ, του Άρτουρ του Γερακόφτερου, του Άρτουρ του Υψηλού Βασιλιά, που, κάποτε, κυβερνούσε όλες τις χώρες, από την Ερημιά του Άελ ως τον Ωκεανό Άρυθ κι ακόμα παραπέρα. Θαυμαστές ιστορίες, για παράξενους ανθρώπους και παράξενες χώρες, για τον Θαλερό, τους Πρόμαχους και τους Τρόλοκ, τους Ογκιρανούς και τους Αελίτες. Οι Χίλιες Ιστορίες τον Άνλα, τον Σοφού Συμβουλάτορα. “Ο Τζάεμ ο Γιγαντοκτόνος”. Πώς ο Σούζα Δάμασε τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρο. “Ο Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες””.

“Πες μας για τον Λεν”, φώναξε η Εγκουέν. “Πώς πέταξε στο φεγγάρι, μέσα στην κοιλιά ενός αετού πλασμένου από φωτιά. Πες για την κόρη του, τη Σάλυα, που περπατά ανάμεσα στα άστρα”.

Ο Ραντ τη λοξοκοίταξε, αλλά εκείνη έμοιαζε να κοιτά απορροφημένη τον Βάρδο. Ποτέ δεν της άρεσαν οι ιστορίες για περιπέτειες και μακρινά ταξίδια. Προτιμούσε τις αστείες, ή τις ιστορίες για γυναίκες, που αποδεικνύονταν εξυπνότερες από άνδρες που θεωρούνταν σοφοί. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως είχε ζητήσει ιστορίες για τον Λεν και τη Σάλυα για να τον πικάρει. Προφανώς, καταλάβαινε και μόνη της, πως ο κόσμος εκεί έξω δεν ήταν μέρος για Διποταμίτες. Άλλο πράγμα να ακούς για περιπέτειες, έστω να τις ονειρεύεσαι, κι εντελώς άλλο να συμβαίνουν σε σένα.

“Παλιές ιστορίες, παλιές”, είπε ο Θομ Μέριλιν και ξαφνικά βρέθηκε να παίζει τρία πολύχρωμα μπαλάκια στο κάθε χέρι. “Ιστορίες από την Εποχή πριν την Εποχή των Θρύλων, λένε μερικοί. Ίσως κι ακόμα παλαιότερες. Αλλά ξέρω όλες τις ιστορίες, προσέξτε τι λέω, για Εποχές που ήταν και θα έρθουν. Εποχές που οι άνθρωποι κυβερνούσαν τον ουρανό και τα άστρα και Εποχές που οι άνθρωποι τριγυρνούσαν σαν αδέρφια των θηρίων. Εποχές θαυμαστές κι Εποχές φρικτές. Εποχές που τελείωσαν με βροχή φωτιάς από τα ουράνια κι Εποχές που τις αφάνισαν το χιόνι και οι πάγοι, που σκέπασαν στεριά και θάλασσα. Ξέρω όλες τις ιστορίες, και θα σας τις πω όλες. Ιστορίες για τον Μοσκ, τον Γίγαντα με το Δόρυ της Φωτιάς, το οποίο έφτανε ως την άλλη πλευρά του κόσμου και τους πολέμους του με την Άλσμπετ, τη Βασίλισσα των Πάντων. Ιστορίες για τη Ματερέζε τη Θεραπεύτρια, τη Μητέρα του Ιντ του Θαυμαστού”.

Τώρα, τα μπαλάκια χόρευαν ανάμεσα στα χέρια του Θομ, σχηματίζοντας δύο κύκλους που ήταν πλεγμένοι μαζί. Η φωνή του ηχούσε σαν ψαλμωδία και γυρνούσε ολόκληρος, σιγά-σιγά, σαν να εξέταζε τους παρευρισκόμενους για να δει τι εντύπωση τους έκανε. “Θα σας πω για το τέλος της Εποχής των Θρύλων, για τον Δράκοντα και για την προσπάθειά του να εξαπολύσει τον Σκοτεινό στον κόσμο των ανθρώπων. Θα πω για τον Καιρό της Τρέλας, τότε που οι Άες Σεντάι τσάκισαν τον κόσμο· για τους Πολέμους των Τρόλοκ, που οι άνθρωποι πολέμησαν τους Τρόλοκ για να κυριαρχήσουν στη γη· για τον Εκατονταετή Πόλεμο. Η Πολιορκία των Στύλων του Ουρανού. “Πώς η Κάριλ η Νοικοκυρά Γιάτρεψε το Ροχαλητό του Αντρος της”. Ο Βασιλιάς Ντάριθ και η Πτώση τον Οίκον των-”

Τόσο ο χείμαρρος των λέξεων, όσο και το παιχνίδι με τα μπαλάκια κόπηκαν απότομα. Ο Θομ άρπαξε τα μπαλάκια από τον αέρα και έπαψε να μιλά. Χωρίς να την έχει προσέξει ο Ραντ, η Μουαραίν είχε μπει κι αυτή στο κοινό. Ο Λαν έστεκε δίπλα της, αν και ο Ραντ χρειάστηκε να ψάξει με το βλέμμα για να τον βρει. Για μια στιγμή, ο Θομ λοξοκοίταξε τη Μουαραίν, παγωμένος ολόκληρος, εκτός από την κίνηση που έκανε για να βάλει τα μπαλάκια στις ευρύχωρες τσέπες του. Έπειτα της έκανε μια υπόκλιση, απλώνοντας το μανδύα του. “Συγχώρα με, αλλά μου φαίνεται πως δεν είσαι από αυτή την περιοχή;”

“Αρχόντισσα!” έσπευσε να πει με ζήλο ο Γιούιν. “Είναι η αρχόντισσα Μουαραίν”.

Ο Θομ βλεφάρισε, κατόπιν υποκλίθηκε ξανά, βαθύτερα τώρα. “Και πάλι συγχώρεσέ με... ε, αρχόντισσα. Δεν ήθελα να σε προσβάλω”.

Η Μουαραίν κούνησε το χέρι της ελαφρά, απαξιωτικά. “Δεν υπήρξε καμία προσβολή, αφέντη Βάρδε. Και το όνομά μου είναι απλώς Μουαραίν. Πράγματι, είμαι ξένη εδώ, ταξιδιώτισσα, όπως κι εσύ, μακριά από την πατρίδα μου και μόνη. Ο κόσμος, κάποτε, είναι επικίνδυνος, όταν είσαι ξένος”.