Выбрать главу

“Η αρχόντισσα Μουαραίν συλλέγει ιστορίες”, παρενέβη ο Γιούιν. “Ιστορίες για πράγματα που έγιναν στους Δύο Ποταμούς.

Αν και δεν ξέρω τι έγινε κάποτε εδώ, που να του αξίζει να μπει σε ιστορία”.

“Φαντάζομαι πως θα σου αρέσουν και οι δικές μου ιστορίες... Μουαραίν.” Ο Θομ την κοίταζε, με φανερή επιφυλακτικότητα. Δεν έμοιαζε να χαίρεται που την είχε βρει εκεί. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, ξαφνικά, τι είδους ψυχαγωγία θα πρόσφεραν σε μια τέτοια αρχόντισσα σε μια πόλη σαν το Μπάερλον, ή το Κάεμλυν. Σίγουρα δεν θα είχαν τίποτα καλύτερο από έναν Βάρδο.

“Είναι ζήτημα γούστου, αφέντη Βάρδε”, απάντησε η Μουαραίν. “Μερικές ιστορίες μ’ αρέσουν, και μερικές όχι”.

Ο Θομ υποκλίθηκε πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά, και το μακρύ του σώμα έγινε σχεδόν παράλληλο με το έδαφος. “Σε διαβεβαιώνω, καμία ιστορία μου δεν θα σε δυσαρεστήσει. Όλες διασκεδάζουν και ψυχαγωγούν. Και μου κάνεις μεγάλη τιμή. Είμαι ένας απλός Βάρδος· αυτό, και τίποτα παραπάνω”.

Η Μουαραίν αποκρίθηκε στην υπόκλιση του με ένα νεύμα της κεφαλής, όλο χάρη. Για μια στιγμή, φάνηκε να μοιάζει περισσότερο με αρχόντισσα, όπως την είχε αποκαλέσει ο Γιούιν, που δεχόταν την προσφορά ενός υπηκόου της. Έπειτα απομακρύνθηκε, και την ακολούθησε ο Λαν, λύκος στην υπηρεσία αιθέριου κύκνου.

Ο Θομ τους κοίταξε, με τα φουντωτά του φρύδια χαμηλωμένα, τρίβοντας το μακρύ μουστάκι του με την άρθρωση του δαχτύλου του, ώσπου έφτασαν στη μέση του Πρασίνου. Δεν χάρηκε καθόλου, σκέφτηκε ο Ραντ.

“Θα παίξεις κι άλλο με τα μπαλάκια;” ζήτησε να μάθει ο Γιούιν.

“Φάε φωτιά”, φώναξε ο Ματ. “Θέλω να σε δω να τρως φωτιά”.

“Την άρπα!” ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος. “Παίξε την άρπα!” Κάποιος άλλος ζήτησε το φλάουτο.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε και ξεχύθηκαν έξω τα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού, με τη Νυνάβε ανάμεσά τους. Ο Ραντ είδε ότι ο Πάνταν Φάιν δεν ήταν μαζί τους· προφανώς, ο πραματευτής είχε αποφασίσει να παραμείνει στη ζεστή κοινή αίθουσα με το ζαχαρωμένο κρασί του.

Μουρμουρίζοντας κάτι για “δυνατό μπράντυ”, ο Θομ Μέριλιν ξαφνικά πήδηξε κάτω από το παλιό θεμέλιο. Δεν έδωσε σημασία στις κραυγές όσων τον παρακολουθούσαν και πέρασε στριμωχτά δίπλα από τους συμβούλους, πριν αυτοί καλά-καλά βγουν από την είσοδο.

“Βάρδος είναι, ή περνιέται για βασιλιάς;” ρώτησε ενοχλημένος ο Τσεν Μπούι. “Τζάμπα τα λεφτά που δίνουμε, αν θέλετε τη γνώμη μου”.

Ο Μπραν αλ’Βερ μισοέστριψε στο κατόπι του Βάρδου, έπειτα κούνησε το κεφάλι. “Κακός μπελάς αυτός ο άνθρωπος”.

Η Νυνάβε ξεφύσηξε και κουκουλώθηκε στο μανδύα της. “Καλύτερα να στενοχωριέσαι για τον Βάρδο, Μπράντελγουυν. Τουλάχιστον, αυτός είναι στο Πεδίο του Έμοντ, αντίθετα από τον ψεύτικο Δράκοντα που λένε. Αλλά, αν θες ντε και καλά να στενοχωρηθείς για κάτι, υπάρχουν άλλοι εδώ, που θα ’πρεπε να σε ανησυχούν”.

“Σε παρακαλώ πολύ, Σοφία”, είπε ψυχρά ο Μπραν, “άσε εμένα ν’ αποφασίσω για ποιον να στενοχωριέμαι. Ένα έχω να πω, η κυρά Μουαραίν και ο αφέντης Λαν είναι καλεσμένοι στο πανδοχείο μου, σωστοί, αξιοπρεπείς άνθρωποι. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήρθαν να με πουν βλάκα μπροστά σ’ ολόκληρο το Συμβούλιο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήρθαν στο Συμβούλιο, να πουν ότι οι μισοί είμαστε τρελοί”.

“Νομίζω πως τους μισούς τους μέτρησα λάθος”, του ανταπάντησε η Νυνάβε. Έφυγε, δίχως να ρίξει άλλη ματιά πίσω της, ενώ ο Μπραν ανοιγόκλεινε το στόμα, ψάχνοντας τι να απαντήσει.

Η Εγκουέν κοίταξε τον Ραντ, σαν να ήθελε να του πει κάτι, αλλά, μετά, έτρεξε πίσω από τη Σοφία. Ο Ραντ ήξερε, ότι κάποιος τρόπος θα υπήρχε να την εμποδίσει να φύγει από τους Δύο Ποταμούς, αλλά ο μόνος που του ερχόταν στο νου ήταν ένας για τον οποίο δεν ήταν έτοιμος, ακόμη κι αν αυτή το ήθελε. Και, ουσιαστικά, του είχε πει ότι δεν ήθελε, κάτι που τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα.

“Αυτή η νεαρούλα θέλει άντρα”, γρύλισε ο Τσεν Μπούι, ισορροπώντας στις μύτες των ποδιών του. Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και σκούραινε κι άλλο. “Δεν σέβεται τίποτα. Είμαστε το Συμβούλιο του Χωριού, όχι τίποτα αγόρια που τα έβαλε να καθαρίσουν την αυλή της και—”

Ο δήμαρχος πήρε μια βαθιά ανάσα μέσα από τη μύτη του, και ξαφνικά τα ’βαλε με τον γέρο-καλαμοτεχνίτη. “Κλείσε το στόμα σου, Τσεν! Πάψε να κάνεις σαν Αελίτης με μαύρο πέπλο!” Ο κοκαλιάρης, ηλικιωμένος άντρας πάγωσε όρθιος, ανασηκωμένος στις μύτες των ποδιών του, κατάπληκτος. Ο δήμαρχος πάντα συγκρατούσε τα νεύρα του. Ο Μπραν τον αγριοκοίταξε. “Κάψε με, αλλά έχουμε ν’ ασχοληθούμε με πιο σοβαρά πράγματα, πέρα από αυτές τις χαζομάρες. Ή θες να αποδείξεις ότι καλά τα έλεγε η Νυνάβε;” Και μπήκε βαρύθυμα στο πανδοχείο, βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Τα μέλη του Συμβουλίου έριξαν μια ματιά στον Τσεν και κίνησαν να πάνε στις δουλειές του. Όλοι, εκτός από τον Χάραλ Λούχαν, που πήγε παρέα με τον αποσβολωμένο καλαμοτεχνίτη, μιλώντας του χαμηλόφωνα: Ο σιδεράς ήταν ο μόνος που μπορούσε να λογικέψει τον Τσεν.