Выбрать главу

Ξαφνικά τον αγκάλιασε και έγειρε το πρόσωπό της στο στήθος του. “Συγνώμη, Ραντ. Συγνώμη. Δεν με νοιάζει. Ειλικρινά”. Οι ώμοι της τραντάζονταν. Του φάνηκε πως έκλαιγε. Της χάιδεψε αδέξια τα μαλλιά και κοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες πάνω από το κεφάλι της.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε αργά η Νυνάβε, “αλλά είσαι ακόμα ο Ραντ αλ’Θορ από το Πεδίο του Έμοντ. Αλλά, που το Φως να με βοηθήσει, που το Φως να μας βοηθήσει όλους, είσαι πολύ επικίνδυνος, Ραντ”. Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό μπροστά στο βλέμμα της Σοφίας, που έδειχνε ότι λυπόταν, αλλά και ταυτόχρονα ότι ήδη αποδεχόταν αυτή την απώλεια.

“Τι συνέβη;” είπε η Μουαραίν. “Πες μου τα πάντα!”

Και με το βλέμμα της πάνω του επιτακτικό, της τα είπε. Ήθελε να φύγει, να το συντομέψει, να παραλείψει πράγματα, αλλά τα μάτια της Άες Σεντάι τα έβγαλαν όλα από μέσα του. Δάκρια κύλησαν στο πρόσωπό του όταν μίλησε για την Κάρι αλ’Θορ. Τη μητέρα του. Αυτό το τόνισε. “Είχε τη μητέρα μου. Τη μητέρα μου!” Το πρόσωπο της Νυνάβε έδειξε συμπόνια και πόνο, αλλά το βλέμμα της Άες Σεντάι τον έσπρωξε πιο πέρα, στο σπαθί του Φωτός! στο κόψιμο του μαύρου λώρου και στις φλόγες που κατέφαγαν τον Μπα’άλζαμον. Τα χέρια της Εγκουέν σφίχτηκαν γύρω του, σαν να ήθελε να τον πάρει μακριά από αυτά που είχαν συμβεί. “Αλλά δεν ήμουν εγώ”, κατέληξε. “Το Φως... με παρέσυρε. Δεν ήμουν πραγματικά εγώ. Δεν αλλάζει κάτι μ’ αυτό;”

“Από την αρχή είχα τις υποψίες μου”, είπε η Μουαραίν. “Οι υποψίες όμως δεν είναι απόδειξη. Όταν σου έδωσα το δώρο, το νόμισμα, και έκανα εκείνη την δέσμευση, κανονικά θα έπρεπε να υπακούς πρόθυμα σ’ ό,τι ήθελα, όμως αντιστεκόσουν, αμφισβητούσες. Αυτό μου είπε κάτι, αλλά δεν έφτανε. Το αίμα της Μανέθερεν ήταν πάντα δυνατό και πιο πολύ όταν ο Ήμον πέθανε και η καρδιά της Έλντριν ράγισε. Έπειτα ήταν η Μπέλα”.

“Η Μπέλα;” είπε ο Ραντ. Τίποτα δεν αλλάζει.

Η Άες Σεντάι ένευσε. “Στο Λόφο της Σκοπιάς, η Μπέλα δεν με χρειαζόταν για να διώξω την κούραση της· κάποιος το είχε κάνει ήδη. Εκείνη τη νύχτα μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα και από τον Μαντάρμπ. Έπρεπε να είχα σκεφτεί ποιον είχε στην πλάτη της. Με Τρόλοκ στο κατόπι μας, ένα Ντραγκχάρ πάνω από τα κεφάλια μας και έναν Ημιάνθρωπο, που το Φως μόνο ήξερε πού βρισκόταν, πρέπει να φοβόσουν πολύ ότι η Εγκουέν θα έμενε πίσω από τους άλλους. Χρειαζόσουν κάτι, με τρόπο που δεν είχες χρειαστεί ποτέ κάτι στη ζωή σου και άπλωσες στο ένα πράγμα που μπορούσε να σου το δώσει. Το σαϊντίν”.

Ο Ραντ ανατρίχιασε. Ένιωθε τόσο κρύο που τον πονούσαν τα δάχτυλα “Αν δεν το ξανακάνω ποτέ, αν δεν το ξαναγγίξω ποτέ, δεν θα...” Δεν μπορούσε να το πει. Δεν θα τρελαινόταν. Δεν θα κατέστρεφε τη γη και τους ανθρώπους γύρω του. Δεν θα πέθαινε, σαπίζοντας ζωντανός.

“Ίσως”, είπε η Μουαραίν. “Θα ήταν πολύ ευκολότερο, αν υπήρχε κάποιος να σε διδάξει, αλλά μπορεί να γίνει, με μια ύστατη πράξη βούλησης”.

“Μπορείς να με διδάξεις. Σ£γουρα, θα-” Σταμάτησε, όταν είδε την Άες Σεντάι να κουνά το κεφάλι.

“Μπορεί η γάτα να διδάξει το σκύλο να σκαρφαλώνει σε δέντρα, Ραντ; Μπορεί το ψάρι να μάθει στο πουλί να πετάει; Ξέρω το σαϊντάρ, αλλά δεν μπορώ να σου μάθω τίποτα για το σαϊντίν. Αυτοί που μπορούσαν είναι νεκροί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ίσως να είσαι όσο πεισματάρης χρειάζεται, όμως. Ίσως η βούληση σου να είναι αρκετά ισχυρή”.

Η Εγκουέν ανασηκώθηκε, σκουπίζοντας τα κοκκινισμένα μάτια της με τη ράχη της παλάμης. Έδειχνε σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά, όταν άνοιξε το στόμα, δεν βγήκε ήχος. Τουλάχιστον δεν αποτραβιέται. Τουλάχιστον μπορεί να με βλέπει χωρίς να βάζει τις φωνές.

“Οι άλλοι;” ρώτησε ο Ραντ.

“Ο Λαν τους πήρε στο σπήλαιο”, είπε η Νυνάβε. “Ο Οφθαλμός χάθηκε, αλλά υπάρχει κάτι στη μέση της λιμνούλας, μια κρυστάλλινη στήλη και σκαλιά που φτάνουν ως αυτήν. Ο Ματ και ο Πέριν ήθελαν πρώτα να ψάξουν για σένα —το ίδιο και ο Λόιαλ— αλλά η Μουαραίν είπε...” Κοίταξε μπερδεμένη την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν της αντιγύρισε γαλήνια το βλέμμα “Είπε ότι δεν έπρεπε να ενοχλήσουμε όσο...”

Ο λαιμός του σφίχτηκε τόσο, που σχεδόν δεν μπορούσε να ανασάνει. Θα γυρίσουν το πρόσωπο άλλον, όπως έκανε η Εγκουέν; Θα ουρλιάξουν και θα τρέξουν σαν να ήμουν Ξέθωρος; Η Μουαραίν μίλησε σαν να μην είχε προσέξει το πρόσωπό του, που είχε ασπρίσει σαν χαρτί.

“Υπήρχε μια τεράστια ποσότητα της Μίας Δύναμης στον Οφθαλμό. Ακόμα και την Εποχή των Θρύλων, λίγοι θα μπορούσαν να διαβιβάσουν αβοήθητοι τόση πολλή χωρίς να σκοτωθούν. Πολύ λίγοι”.