Выбрать главу

“Αρχισα να το ξανασκέφτομαι”, είπε η Μουαραίν. “Ο Οφθαλμός του Κόσμου έγινε για τη μεγαλύτερη ανάγκη που θα αντιμετώπιζε ποτέ ο κόσμος, αλλά φτιάχτηκε για τον τρόπο με τον οποίο... εμείς... τον χρησιμοποιήσαμε, ή μήπως για να φυλά αυτά τα πράγματα; Γρήγορα, το τελευταίο, δείξε το μου”.

Μετά τα πρώτα δύο, ο Ραντ καταλάβαινε την απροθυμία του Πέριν. Ο Λαν και ο Ογκιρανός του πήραν το άσπρο δέμα όταν δίστασε και το ξεδίπλωσαν ανάμεσά τους. Ένα μακρύ, λευκό λάβαρο απλώθηκε και ο αέρας το σήκωσε. Ο Ραντ έμεινε χάσκοντας. Όλο το λάβαρο έμοιαζε μονοκόμματο, ούτε υφασμένο, ούτε βαμμένο, ούτε κεντημένο. Μια μορφή σαν ερπετού, με πορφυρά και χρυσά χρώματα, απλωνόταν από τη μια μεριά ως την άλλη, αλλά είχε φολιδωτά άκρα και τα πόδια του είχαν πέντε μακριά, χρυσά γαμψώνυχα το καθένα και ένα μεγάλο κεφάλι με χρυσή λεοντή και μάτια σαν τον ήλιο. Έμοιαζε να κινείται έτσι όπως ανέμιζε το λάβαρο, με τις φολίδες του να λαμπυρίζουν σαν πολύτιμα μέταλλα και πετράδια, έμοιαζε ζωντανό και του Ραντ του φάνηκε ότι το άκουγε να βρυχάται αγέρωχα.

“Τι είναι;” είπε.

Η Μουαραίν απάντησε αργά, “Το λάβαρο του Άρχοντα του Πρωινού, όταν οδηγούσε τις δυνάμεις του Φωτός εναντίον της Σκιάς. Το λάβαρο του Λουζ Θέριν Τέλαμον. Το λάβαρο του Δράκοντα”. Του Λόιαλ παραλίγο θα του έπεφτε η άκρη που κρατούσε.

“Που να καώ!” είπε αχνά ο Ματ.

“Θα τα πάρουμε μαζί μας όταν φύγουμε”, είπε η Μουαραίν. “Δεν τοποθετήθηκαν εδώ κατά τύχη και πρέπει να μάθω περισσότερα”. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το σακίδιό της, στο οποίο βρισκόταν τα κομμάτια της θρυμματισμένης σφραγίδας. “Είναι πολύ αργά τώρα για να ξεκινήσουμε. Θα αναπαυτούμε και θα φάμε, αλλά θα φύγουμε νωρίς. Η Μάστιγα είναι ολόγυρά μας, όχι απέναντι, όπως ήταν στη Μεθόριο, και είναι ισχυρή. Χωρίς τον Θαλερό, αυτό το μέρος δεν θα αντέξει πολύ. Αφήστε με κάτω”, είπε στη Νυνάβε και την Εγκουέν. “Πρέπει να αναπαυτώ”.

Ο Ραντ συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε τόση ώρα χωρίς να το προσέχει. Νεκρά, καφετιά φύλλα έπεφταν από τη μεγάλη βελανιδιά. Νεκρά φύλλα σχημάτιζαν στο χώμα ένα πυκνό χαλί που θρόιζε και ανακατεμένα μαζί τους ήταν τα πέταλα, που έπεφταν από χιλιάδες λουλούδια. Όταν ο Θαλερός ήταν ζωντανός συγκρατούσε τη Μάστιγα, μα ήδη η Μάστιγα σκότωνε τα περισσότερα απ’ αυτά που είχε φτιάξει.

“Αυτό ήταν, ε;” ρώτησε τη Μουαραίν. “Τελείωσε”.

Η Άες Σεντάι γύρισε το κεφάλι της στους μανδύες που είχε για μαξιλάρι. Τα μάτια της έμοιαζαν βαθιά, σαν τον Οφθαλμό του Κόσμου. “Κάναμε αυτό που ήρθαμε εδώ να κάνουμε. Από δω και πέρα μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου όπως υφαίνει το Σχήμα. Φάε, ύστερα κοιμήσου, Ραντ αλ’Θορ. Κοιμήσου και ονειρέψου το σπίτι σου”.

53

Ο Τροχός Γυρνά

Την αυγή φανερώθηκε ο όλεθρος που είχε πάθει ο κήπος του Θαλερού. Το χώμα ήταν κουκουλωμένο από πεσμένα φύλλα, που σε σημεία έφταναν ως το γόνατο. Τα λουλούδια είχαν χαθεί, με εξαίρεση λίγα, που κρατιόνταν απεγνωσμένα από την άκρη του ξέφωτου. Ελάχιστα φυτά μπορούσαν να φυτρώσουν στο χώμα κάτω από βελανιδιά, αλλά εδώ υπήρχε ένας αραιός κύκλος από άνθη και χλόη, με κέντρο τον χοντρό κορμό πάνω από τον τάφο του Θαλερού. Η βελανιδιά είχε διατηρήσει μόνο τα μισά της φύλλα, πολύ περισσότερα από κάθε άλλο δέντρο, σαν να πολεμούσε ακόμα για να μείνει εκεί ένα απομεινάρι του Θαλερού. Οι δροσερές αύρες είχαν υποχωρήσει και τη θέση τους είχε πάρει μια κάψα που δυνάμωνε, οι πεταλούδες είχαν χαθεί, τα πουλιά είχαν σωπάσει. Σιωπηλή ήταν και η ομάδα, που ετοιμαζόταν για αναχώρηση.

Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα του ντορή του με μια αίσθηση απώλειας. Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Μα το αίμα και τις στάχτες, κερδίσαμε!

“Μακάρι να είχε βρει το άλλο του μέρος”, είπε η Εγκουέν, καθώς ανέβαινε στην Μπέλα. Για να κουβαλήσουν τη Μουαραίν, ο Λαν είχε φτιάξει ένα φορείο, που τώρα κρεμόταν ανάμεσα στη δασύτριχη φοράδα και την Αλντίμπ· η Νυνάβε θα προχωρούσε δίπλα, κρατώντας τα γκέμια της άσπρης φοράδας. Η Σοφία χαμήλωνε τα μάτια κάθε φορά που έβλεπε τον Λαν να της ρίχνει μια ματιά, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Ο Πρόμαχος την κοίταζε κάθε φορά που τα μάτια της ήταν αλλού, όμως δεν της μιλούσε. Κανένας δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ποιον εννοούσε η Εγκουέν.

“Δεν είναι σωστό”, είπε ο Λόιαλ, κοιτάζοντας τη βελανιδιά. Ο Ογκιρανός ήταν ο μόνος που δεν είχε ανέβει ακόμα στο άλογο του. “Δεν είναι σωστό να υποκύψει ο Δεδραδελφός στη Μάστιγα”. Έδωσε τα χαλινάρια του μεγάλου αλόγου του στον Ραντ, “Δεν είναι σωστό”.

Ο Λαν άνοιξε το στόμα του, καθώς ο Ογκιρανός πλησίαζε τη μεγάλη βελανιδιά. Η Μουαραίν, που κειτόταν στο φορείο, σήκωσε αδύναμα το χέρι της και ο Πρόμαχος δεν είπε τίποτα.

Ο Λαν γονάτισε μπροστά στη βελανιδιά, έκλεισε τα μάτια και άπλωσε τα χέρια. Οι τούφες των αυτιών του ορθώθηκαν, καθώς σήκωνε το κεφάλι στον ουρανό. Και τραγούδησε.