Выбрать главу

Ο Ραντ δεν μπορούσε να πει αν υπήρχαν λέξεις, ή αν ήταν ανόθευτο τραγούδι. Με κείνη τη βροντερή φωνή έμοιαζε σαν να τραγουδούσε η ίδια η γη, αλλά ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει πουλιά να βγάζουν πάλι τρίλιες και τις ανοιξιάτικες αύρες να αναστενάζουν απαλά και τον ήχο από τα φτερά των πεταλούδων. Χαμένος στο τραγούδι, του φάνηκε πως κράτησε λίγα μόνο λεπτά, αλλά, όταν ο Λόιαλ κατέβασε τα χέρια και άνοιξε τα μάτια, ο Ραντ ξαφνιάστηκε, βλέποντας ότι ο ήλιος στεκόταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα. Μόλις που άγγιζε τα δέντρα, όταν είχε αρχίσει ο Ογκιρανός το τραγούδι του. Τα φύλλα που ήταν ακόμα στη βελανιδιά έμοιαζαν πιο πράσινα και πιο γερά πιασμένα πάνω της απ’ όσο πριν. Τα λουλούδια που την κύκλωναν έστεκαν πιο ίσια,- οι αυγερινοί ήταν κατάλευκοι και δροσεροί, οι παπαρούνες ολοπόρφυρες.

Σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πλατύ του πρόσωπο, ο Λόιαλ σηκώθηκε και πήρε τα χαλινάρια από τον Ραντ. Τα μακριά φρύδια του έπεφταν, σαν να ήταν ταπεινωμένος, σαν να σκεφτόταν πως ίσως οι άλλοι θεωρούσαν πως έκανε επίδειξη. “Ποτέ άλλοτε δεν τραγούδησα τόσο έντονα. Δεν θα μπορούσα να το κάνω, αν δεν υπήρχε ακόμα εδώ κάτι από τον Δενδραδελφό. Τα Δενδροτράγουδά μου δεν έχουν τη δύναμή του”. Όταν βολεύτηκε στη σέλα, η ματιά που έριξε στη βελανιδιά και τα λουλούδια είχε ένα ίχνος ικανοποίησης. “Αυτός το μικρό μέρος, τουλάχιστον, δεν θα βυθιστεί στη Μάστιγα. Η Μάστιγα δεν θα πάρει τον Δενδραδελφό”.

“Είσαι καλός άνθρωπος, Ογκιρανέ”, είπε ο Λαν.

Ο Λόιαλ χαμογέλασε πλατιά. “Αυτό θα το πάρω σαν κομπλιμέντο, αλλά δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Πρεσβύτερος Χάμαν”.

Προχώρησαν ο ένας πίσω από τον άλλον ο Ματ ήταν πίσω από τον Πρόμαχο, εκεί που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τόξο του πιο αποτελεσματικά, αν υπήρχε ανάγκη, ενώ ο Πέριν στην οπισθοφυλακή, με το τσεκούρι στο μπροστάρι της σέλας του. Ανέβηκαν έναν λόφο και αμέσως η Μάστιγα τους περικύκλωσε, στρεβλή και σαπισμένη, γεμάτη φαρμακερές αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Ο Ραντ κοίταζε πάνω από τον ώμο του, αλλά ο κήπος του Θαλερού δεν φαινόταν πουθενά. Μονάχα η Μάστιγα, που απλωνόταν και πίσω και μπροστά τους. Όμως, για μια στιγμή, του φάνηκε πως είδε την ψηλή κορυφή της βελανιδιάς, καταπράσινη και ολοζώντανη, πριν τρεμουλιάσει και χαθεί. Έπειτα υπήρχε μόνο η Μάσαγα.

Μισοπερίμενε πως θα έπρεπε να πολεμήσουν βγαίνοντας, όπως είχαν πολεμήσει μπαίνοντας, αλλά η Μάστιγα ήταν σιωπηλή κι ασάλευτη σαν τον θάνατο. Ούτε ένα κλαρί δεν έτρεμε έτοιμο να τους αρπάξει, τίποτα δεν ούρλιαζε, ούτε κοντά ούτε στο βάθος. Η Μάστιγα έμοιαζε να κείτεται, όχι να καραδοκεί, αλλά σαν είχε δεχτεί ένα μεγάλο χτύπημα και περίμενε το επόμενο. Ακόμα και ο ήλιος ήταν λιγότερο κόκκινος.

Όταν πέρασαν το περιδέραιο των λιμνών, ο ήλιος έστεκε κοντά στο ζενίθ του. Ο Λαν ακολούθησε ένα δρόμο μακριά από τις λίμνες και δεν τις κοίταξε καν, αλλά του Ραντ του φάνηκε πως οι επτά πύργοι έμοιαζαν ψηλότεροι απ’ όσο όταν τους είχε πρωτοδεί. Ήταν βέβαιος πως οι τσακισμένες κορυφές τους απείχαν περισσότερο από το έδαφος και πως πάνω τους κάτι φαινόταν αμυδρά, απείραχτοι πύργοι που έλαμπαν στον ήλιο και λάβαρα με το Χρυσό Γερανό που ανέμιζαν- Ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξανακοίταξε, μα οι πύργοι δεν χάθηκαν. Ήταν εκεί, στις παρυφές της όρασης, μέχρι που η Μάστιγα ξανάκρυψε τις λίμνες.

Πριν το ηλιοβασίλεμα ο Πρόμαχος διάλεξε ένα σημείο για το στρατόπεδό τους και η Μουαραίν έβαλε τη Νυνάβε και την Εγκουέν να τη βοηθήσουν να στήσει τα φυλαχτά. Η Άες Σεντάι ψιθύρισε στα αυτιά των γυναικών πριν αρχίσει. Η Νυνάβε δίστασε, αλλά όταν η Μουαραίν έκλεισε τα μάτια, οι άλλες τη μιμήθηκαν.

Ο Ραντ είδε τον Ματ και τον Πέριν να χάσκουν και αναρωτήθηκε γιατί είχαν ξαφνιαστεί. Όλες οι γυναίκες είναι Άες Σεντάι, σκέφτηκε, χωρίς να το βρίσκει αστείο. Το Φως να με βοηθήσει, το ίδιο είμαι κι εγώ. Η απελπισία του έκλεισε το στόμα.

“Γιατί είναι τόσο διαφορετικό;” ρώτησε ο Πέριν, καθώς η Εγκουέν και η Σοφία βοηθούσαν τη Μουαραίν να ξαπλώσει. “Το νιώθω...” Οι ογκώδεις ώμοι του σηκώθηκαν, σαν να μην έβρισκε τη λέξη.

“Καταφέραμε ένα ισχυρό πλήγμα στον Σκοτεινό”, απάντησε η Μουαραίν, ενώ ξάπλωνε μ’ ένα αναστεναγμό. “Η Σκιά θα αργήσει πολύ να αναρρώσει”.

“Πώς;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. “Τι κάναμε;”

“Κοιμηθείτε”, είπε η Μουαραίν. “Ακόμα δεν βγήκαμε από τη Μάστιγα”.

Το άλλο πρωί όλα ήταν ίδια, απ’ όσο μπορούσε να δει ο Ραντ. Η Μάστιγα φυσικά έσβηνε, καθώς προχωρούσαν προς τα νότια. Τα στρεβλωμένα δέντρα αντικαθίσταντο από ίσια. Η βαριά ζέστη υποχωρούσε. Τα σαπισμένα φυλλώματα έδωσαν τη θέση τους σε άλλα, που απλώς ήταν άρρωστα. Και πιο μετά ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν καν άρρωστα. Το δάσος ολόγυρά τους κοκκίνισε από τα καινούργια φυλλώματα που γέμιζαν τα κλαδιά. Μπουμπούκια ξεπετάγονταν στη χαμηλή βλάστηση, αναρριχητικά σκέπαζαν τους βράχους με πράσινα χρώματα, καινούργια αγριολούλουδα στόλιζαν το γρασίδι, που ήταν πυκνό και λαμπερό όσο και το μέρος που βάδιζε ο Θαλερός. Έμοιαζε λες και η άνοιξη, που τόσο καιρό την απωθούσε ο χειμώνας, τώρα έτρεχε να προφτάσει.