Δεν ήταν ο μόνος που χάζευε γύρω του. “Ισχυρό πλήγμα”, μουρμούρισε η Μουαραίν και αρνήθηκε να συνεχίσει.
Αγρια τριαντάφυλλα σκαρφάλωναν την πέτρινη στήλη που σημάδευε τη Μεθόριο. Οι άνδρες κατέβηκαν από τις σκοπιές για να τους χαιρετήσουν. Τα γέλια τους ήταν σαστισμένα και τα μάτια τους έλαμπαν με θαυμασμό, σαν να μην μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάτω από τα ατσαλόντυτα πόδια τους υπήρχε φρέσκο γρασίδι.
“Το Φως κατέκτησε τη Σκιά!”
“Μια μεγάλη νίκη στο Πέρασμα του Τάργουιν! Πήραμε το μήνυμα! Νίκη!”
“Το Φως μας ευλογεί ξανά!”
“Ο Βασιλιάς Ήζαρ είναι ισχυρός στο Φως”, απαντούσε ο Λαν σε κάθε φωνή τους.
Οι σκοποί ήθελαν να φροντίσουν τη Μουαραίν, ή τουλάχιστον να στείλουν μαζί τους συνοδεία, αλλά εκείνη αρνήθηκε τα πάντα. Ακόμα και ξαπλωμένη ανάσκελα σε φορείο, η προσωπικότητα της Άες Σεντάι ήταν τέτοια, που οι αρματωμένοι άνδρες υποχώρησαν, υποκλίθηκαν και υποτάχθηκαν στις επιθυμίες της. Το γέλιο τους ακολούθησε τον Ραντ και τους άλλους καθώς προχωρούσαν.
Αργά το απόγευμα έφτασαν στο Φαλ Ντάρα και βρήκαν την πόλη με τα τραχιά τείχη να αντηχεί από τους πανηγυρισμούς. Αντηχούσε πραγματικά. Ο Ραντ σκέφτηκε πως δεν υπήρχε ούτε μια καμπάνα στην πόλη που να μην αντηχούσε, από το πιο μικρό ασημένιο κουδουνάκι ιπποσκευής ως τα μεγάλα μπρούτζινα γκονγκ στις κορυφές των πύργων. Οι πύλες έστεκαν ορθάνοιχτες και άνθρωποι έτρεχαν γελώντας και τραγουδώντας στους δρόμους, με λουλούδια χωμένα στον κότσο της κεφαλής τους και στα ανοίγματα της αρματωσιάς τους. Οι απλοί άνθρωποι της πόλης δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από το Φαλ Μόραν, αλλά οι στρατιώτες μόλις είχαν φτάσει από το Πέρασμα του Τάργουιν και η χαρά τους αρκούσε για να γεμίσει τους δρόμους.
“Νίκη στο Πέρασμα! Νικήσαμε!”
“Θαύμα στο Πέρασμα! Η Εποχή των Θρύλων ξανάρθε!”
“Άνοιξη!” είπε γελώντας ένας ψαρομάλλης βετεράνος, καθώς κρεμούσε μια γιρλάντα από αυγερινούς στο λαιμό του Ραντ. Στον κότσο του στρατιώτη υπήρχε μια ολόκληρη ανθοδέσμη. “Το Φως μας ευλογεί με την άνοιξη για άλλη μια φορά!”
Όταν έμαθαν ότι ήθελαν να πάνε στο κάστρο, τους τύλιξε ένας κύκλος από άνδρες ντυμένους με ατσάλι και λουλούδια, που έτρεχαν για να ανοίξουν δρόμο στη γιορτή.
Το πρώτο πρόσωπο που είδε ο Ραντ να μην έχει χαμόγελο ήταν του Ίνγκταρ. “Άργησα πολύ”, είπε σκυθρωπός ο Ίνγκταρ στον Λαν. “Μια ώρα νωρίτερα, θα το είχα δει. Μα την Ειρήνη!” Τα δόντια του έτριξαν, τόσο δυνατά που ακούστηκαν, αλλά μετά η έκφρασή του έδειξε μεταμέλεια. “Συγχωρέστε με. Η θλίψη με έκανε να ξεχάσω το καθήκον μου. Καλωσήρθες, Κατασκευαστή. Καλωσήρθατε όλοι σας. Χαίρομαι που βλέπω ότι βγήκατε σώοι από τη Μάστιγα. Θα φέρω τη θεραπεύτρια στη Μουαραίν Σεντάι στα διαμερίσματά της και θα πληροφορήσω τον Άρχοντα Άγκελμαρ―”
“Πήγαινέ με στον Άρχοντα Άγκελμαρ”, πρόσταξε η Μουαραίν. “Πήγαινέ μας όλους”. Ο Ίνγκταρ άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί και υποκλίθηκε μπροστά στη φλόγα των ματιών της.
Ο Άγκελμαρ ήταν στο γραφείο του, με τα σπαθιά και την αρματωσιά του πάλι στους οπλοβαστούς και το πρόσωπό του ήταν το δεύτερο που δεν χαμογελούσε. Συνοφρυωνόταν κατσουφιασμένος και σκοτείνιασε κι άλλο, όταν είδε τη Μουαραίν να μπαίνει με φορείο που το κουβαλούσαν οι υπηρέτες, Οι γυναίκες με τα μαύρα και χρυσά χρώματα αναστατώθηκαν, που η Άες Σεντάι είχε εμφανιστεί μπροστά του χωρίς να ξαποστάσει και να πλυθεί, χωρίς να της φέρουν τη θεραπεύτρια. Ο Λόιαλ κουβαλούσε το χρυσό κιβώτιο. Τα κομμάτια της σφραγίδας ήταν ακόμα στο σακίδιο της Μουαραίν το λάβαρο του Λουζ Θέριν του Σφαγέα ήταν τυλιγμένο μαζί με την κουβέρτα της και δεμένο ακόμα πίσω από τη σέλα της Αλντίμπ. Ο ιπποκόμος που είχε πάρει την άσπρη φοράδα είχε λάβει αυστηρές εντολές να φροντίσει να τοποθετηθεί η κουβέρτα απείραχτη στα διαμερίσματα της Άες Σεντάι.
“Μα την Ειρήνη!” μουρμούρισε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα. “Τραυματίστηκες, Μουαραίν Σεντάι; Ίνγκταρ, γιατί δεν πήγες την Άες Σεντάι στο κρεβάτι της και δεν της έφερες τη θεραπεύτρια;”
“Ησύχασε, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν. “Ο Ίνγκταρ έκανε ό,τι τον πρόσταξα. Δεν είμαι τόσο λεπτεπίλεπτη όσο νομίζουν όλοι εδώ”. Έκανε νόημα σε δύο γυναίκες να τη βοηθήσουν να καθίσει σε μια καρέκλα. Για μια στιγμή εκείνες έσφιξαν τα χέρια και αναφώνησαν ότι ήταν πολύ αδύναμη, ότι έπρεπε να ξαπλώσει σε ζεστό κρεβάτι, να της φέρουν τη θεραπεύτρια, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Η Μουαραίν σήκωσε τα φρύδια- οι γυναίκες ξαφνικά έκλεισαν το στόμα και έτρεξαν να τη βοηθήσουν να καθίσει. Μόλις βολεύτηκε, τις έδιωξε εκνευρισμένη. “Θα ήθελα να σου μιλήσω, Άρχοντα Άγκελμαρ”.