Выбрать главу

Ο Άγκελμαρ ένευσε και ο Ίνγκταρ έδιωξε τους υπηρέτες από το δωμάτιο. Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα κοίταξε με προσμονή αυτούς που έμειναν ειδικά, σκέφτηκε ο Ραντ, τον Λόιαλ με το χρυσό κιβώτιο.

“Ακούσαμε”, είπε η Μουαραίν αμέσως μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Ίνγκταρ, “ότι κερδίσατε μια μεγάλη νίκη στο Πέρασμα του Τάργουιν”.

“Ναι”, είπε ο Άγκελμαρ αργά και κατσούφιασε ξανά. “Ναι, Άες Σεντάι, και όχι. Οι Ημιάνθρωποι και οι Τρόλοκ τους σκοτώθηκαν όλοι, όμως ελάχιστα πολεμήσαμε. Θαύμα, έτσι το αποκαλούν οι άνδρες μου. Η γη τους κατάπιε· τα βουνά τους έθαψαν. Λίγα Ντραγκχάρ απέμειναν κι ήταν τόσο φοβισμένα, που απλώς πέταξαν προς το βορρά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν”.

“Όντως θαύμα”, είπε η Μουαραίν. “Και η άνοιξη ξανάρθε”.

“Θαύμα”, είπε ο Άγκελμαρ κουνώντας το κεφάλι, “αλλά... Μουαραίν Σεντάι, οι άνδρες λένε πολλά και διάφορα γι’ αυτά που συνέβησαν στο Πέρασμα. Ότι το Φως πήρε σάρκα και πολέμησε για μας. Ότι Ο Δημιουργός περπάτησε στο Πέρασμα και χτύπησε τη Σκιά. Αλλά εγώ είδα έναν άνδρα, Μουαραίν Σεντάι. Είδα έναν άνδρα κι αυτό που έκανε δεν μπορεί να είναι, δεν πρέπει να είναι”.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, Άρχοντα του Φαλ Ντάρα”.

“Όπως το λες, Μουαραίν Σεντάι”.

“Και ο Πάνταν Φάιν; Είναι ασφαλής; Πρέπει να του μιλήσω όταν αναπαυθώ”.

“Τον κρατάμε όπως διέταξες, Άες Σεντάι. Άλλοτε παρακαλά με κλάματα τους φρουρούς και άλλοτε τους προστάζει, αλλά... Μα την Ειρήνη, Μουαραίν Σεντάι, εσείς τι κάνατε στη Μάστιγα; Βρήκατε τον Θαλερό; Στα φυτά που μεγαλώνουν βλέπω το έργο των χειρών του”.

“Τον βρήκαμε”, είπε αυτή ανέκφραστα. “Ο Θαλερός πέθανε, Άρχοντα Άγκελμαρ, και ο Οφθαλμός του Κόσμου χάθηκε. Ως εδώ ήταν οι αναζητήσεις των νεαρών που ψάχνουν για δόξα”.

Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα συνοφρυώθηκε, κούνησε το κεφάλι μπερδεμένος. “Πέθανε; Ο Θαλερός; Δεν μπορεί... Τότε νικηθήκατε; Μα τα λουλούδια και τα φυτά;”

“Νικήσαμε, Άρχοντα Άγκελμαρ. Νικήσαμε και απόδειξη η γη που ελευθερώθηκε από το χειμώνα, αλλά φοβάμαι πως η τελευταία μάχη ακόμα δεν δόθηκε”. Ο Ραντ σάλεψε, αλλά η Άες Σεντάι τον κοίταξε αυστηρά κι αυτός στάθηκε πάλι ακίνητος. ’Ή Μάστιγα στέκει ακόμα και τα καμίνια του Θακαν’νταρ ακόμα δουλεύουν κάτω από το Σάγιολ Γκουλ. “Υπάρχουν ακόμα πολλοί Ημιάνθρωποι και αμέτρητοι Τρόλοκ. Ποτέ μην σκεφτείς πως δεν υπάρχει ανάγκη επιφυλακής στις Μεθόριες”.

“Δεν σκέφτηκα τέτοιο πράγμα, Άες Σεντάι”, είπε ενοχλημένος.

Η Μουαραίν έκανε νόημα στον Λόιαλ να ακουμπήσει το χρυσό κιβώτιο στα πόδια της κι όταν αυτός το έφερε, εκείνη το άνοιξε, αποκαλύπτοντας το κέρας. “Το Κέρας του Βαλίρ”, είπε η Άες Σεντάι και του Άγκελμαρ του κόπηκε η ανάσα. Του Ραντ ταυ φάνηκε πως ο Άγκελμαρ ήταν έτοιμος να γονατίσει.

“Μ’ αυτό, Μουαραίν Σεντάι, δεν έχει σημασία πόσοι Ημιάνθρωποι και πόσοι Τρόλοκ έμειναν. Με τους ήρωες του παλιού καιρού να έχουν ξανάρθει από τον τάφο, θα προελάσουμε στις Ρημαγμένες Χώρες και θα ισοπεδώσουμε το Σάγιολ Γκουλ”.

“ΟΧΙ!” Ο Άγκελμαρ έμεινε με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη, αλλά η Μουαραίν συνέχισε να μιλά γαλήνια. “Δεν σου το έδειξα για να σε κοροϊδέψω, αλλά για να ξέρεις πως σας όποιες μάχες μέλει να έρθουν η δύναμή μας θα είναι μεγάλη σαν της Σκιάς. Δεν είναι εδώ η θέση του. Το Κέρας πρέπει να πάει στο Ίλιαν. Εκεί, αν υπάρξουν καινούργιες μάχες, θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του Φωτός. Θα ζητήσω συνοδεία από τους καλύτερους άνδρες σου για να φτάσει στο Ίλιαν με ασφάλεια. Ακόμα υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι, όπως επίσης και Ημιάνθρωποι και Τρόλοκ κι αυτοί που θα έρθουν στο Κέρας θα ακολουθήσουν όποιον το φυσήξει. Πρέπει να φτάσει στο Ίλιαν”.

“Θα γίνει όπως λες, Άες Σεντάι”. Αλλά, όταν το καπάκι του κιβωτίου έκλεισε, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα έμοιαζε με άνθρωπο που δεν τον αφήνουν να ρίξει μια τελευταία ματιά στο Φως.

Επτά μέρες αργότερα, οι καμπάνες ακόμα αντηχούσαν στο Φαλ Ντάρα. Ο λαός είχε επιστρέψει από το Φαλ Μόραν και γιόρταζαν όλοι μαζί και οι φωνές και τα τραγούδια υψώνονταν μαζί με τα καμπανίσματα στο μακρύ μπαλκόνι όπου στεκόταν ο Ραντ. Το μπαλκόνι έβλεπε στους ιδιαίτερους κήπους του Αγκελμαρ, που άνθιζαν καταπράσινοι, αλλά ο Ραντ δεν τους είχε ρίξει δεύτερη μάτια. Παρά τον ήλιο, που ήταν ψηλά στον ουρανό, η άνοιξη στο Σίναρ ήταν πιο κρύα απ’ όσο είχε συνηθίσει, αλλά ο ιδρώτας γυάλιζε στο γυμνό του στήθος και στους ώμους του, καθώς κουνούσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, με κάθε κίνηση ακριβή, αν και μακρινή από το μέρος που έπλεε ο Ραντ στο κενό. Ακόμα κι εκεί, αναρωτιόταν πόση χαρά θα ένιωθε η πόλη, αν ήξεραν για το λάβαρο, που ακόμα κρατούσε κρυφό η Μουαραίν.