“Ωραία, βοσκέ”. Γέρνοντας στο κιγκλίδωμα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ο Πρόμαχος τον κοίταζε κριτικά. “Καλά τα πας, αλλά μην προσπαθείς τόσο σκληρά. Δεν μπορείς να γίνεις δάσκαλος ξιφομάχος σε λίγες βδομάδες”.
Το κενό χάθηκε, σαν φυσαλίδα που είχε τρυπήσει. “Δεν μ’ ενδιαφέρει να γίνω δάσκαλος ξιφομάχος”.
“Είναι λεπίδα δασκάλου, βοσκέ”.
“Απλώς θέλω ο πατέρας μου να είναι περήφανος για μένα”. Το χέρι του έσφιξε το τραχύ δέρμα της λαβής. Απλώς θέλω ο Ταμ να είναι ο πατέρας μου. Έχωσε το σπαθί με βρόντο στο θηκάρι. “Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω λίγες βδομάδες”.
“Δεν άλλαξες γνώμη λοιπόν;”
“Εσύ θα άλλαζες;” Η έκφραση του Λαν δεν είχε αλλάξει· οι κοφτές γωνίες του προσώπου του έμοιαζαν σαν να μην μπορούσαν να αλλάξουν. “Δεν θα προσπαθήσεις να με σταματήσεις; Ή η Μουαραίν Σεντάι;”
“Θα κάνεις ό,τι θέλεις, βοσκέ, ή ό,τι υφαίνει το Σχέδιο για σένα”. Ο Πρόμαχος ορθώθηκε. “Θα σε αφήσω τώρα”.
Ο Ραντ γύρισε για να δει τον Λαν που έφευγε και βρήκε την Εγκουέν να στέκει εκεί.
“Για ποιο πράγμα να αλλάξεις γνώμη, Ραντ;”
Εκείνος άρπαξε το πουκάμισο και το παλτό του, νιώθοντας ξαφνικά την ψύχρα. “Φεύγω, Εγκουέν”.
“Πού πας;”
“Κάπου. Δεν ξέρω”. Δεν ήθελε να την κοιτάξει κατάματα, αλλά δεν μπορούσε να μην την κοιτάζει. Φορούσε κόκκινα άγρια τριαντάφυλλα πλεγμένα στα μαλλιά της, που κυλούσαν στους ώμους της. Ήταν τυλιγμένη με τον μανδύα της, που ήταν σκούρος μπλε και στις άκρες είχε κεντημένη μια σειρά από λευκά λουλούδια, σύμφωνα με τη μόδα των Σιναρανών και τα μπουμπούκια σχημάτιζαν μια γραμμή προς το πρόσωπό της. Δεν ήταν πιο χλωμά από τα μαγουλά της· τα μάτια της έμοιαζαν τόσο μεγάλα. “Μακριά”.
“Είμαι βέβαιος πως της Μουαραίν Σεντάι δεν θα της άρεσε, αν σηκωνόσουν να φύγεις έτσι απλά. Μετά... μετά από αυτό που έκανες, σου αξίζει κάποια ανταμοιβή”.
“Η Μουαραίν δεν ξέρα καν αν είμαι ζωντανός. Έκανα ό,τι ήθελε και αυτό ήταν όλο. Δεν μου μιλά καν, ακόμα κι όταν την πλησιάζω. Όχι ότι προσπάθησα να μείνω κοντά της, αλλά με αποφεύγει. Δεν θα τη νοιάζει αν φύγω και δεν με νοιάζει αν την πειράξει”.
“Η Μουαραίν ακόμα δεν ανάρρωσε τελείως, Ραντ”. Δίστασε. “Πρέπει να πάω στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευτώ. Θα έρθει και η Νυνάβε. Και ο Ματ πρέπει να θεραπευτεί από αυτό που τον ενώνει με το εγχειρίδιο και Ο Πέριν θέλει να δει την Ταρ Βάλον, πριν πάει... όπου πάει. Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας”.
“Και να περιμένω να βρει τι είμαι κάποια άλλη Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν και να με ειρηνέψει;” Η φωνή του ήταν τραχιά, σχεδόν χλευαστική· τώρα δεν μπορούσε να το αλλάξει. “Αυτό θέλεις;”
“Όχι”.
Ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να της πει πόσο ευγνώμων ήταν, που δεν είχε διστάσει πριν του απαντήσει.
“Ραντ, δεν φοβάσαι...” Ήταν μόνοι τους, αλλά κοίταξε γύρω και πάλι χαμήλωσε τη φωνή της. “Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι δεν είσαι αναγκασμένος να αγγίξεις την Αληθινή Πηγή. Αν δεν αγγίξεις το σαϊντίν, αν δεν προσπαθήσεις να χειριστείς τη Δύναμη, θα είσαι ασφαλής”.
“Α, δεν πρόκειται να την ξαναγγίξω ποτέ. Προτιμώ να κόψω το χέρι μου”. Κι αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ; Ποτέ δεν προσπάθησα να τη χειριστώ, ούτε ακόμα και στον Οφθαλμό. Αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ;
“Θα έρθεις σπίτι, Ραντ; Ο πατέρας σου σίγουρα θα έχει πεθυμήσει να σε δει. Ακόμα και ο πατέρας του Ματ θα τον έχει πεθυμήσει. Του χρόνου θα γυρίσω στο Πεδίο του Έμοντ. Τουλάχιστον για λίγο”.
Ο Ραντ έτριψε την παλάμη του στη λαβή του σπαθιού του, νιώθοντας τον μπρούτζινο ερωδιό. Ο πατέρας μου. Το σπίτι. Φως μου, πόσο θέλω να δω... “Όχι στο σπίτι”. Κάπου που δεν θα υπάρχουν άνθρωποι για να τους βλάψω, αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ξαφνικά ένιωσε κρύο στο μπαλκόνι, σαν να χιόνιζε. “Φεύγω, μα όχι για το σπίτι”. Εγκουέν, Εγκουέν, γιατί έπρεπε να είσαι μια απ’ αυτούς που... Την αγκάλιασε και ψιθύρισε στα μαλλιά της. “Ποτέ στο σπίτι”.
Στον ιδιαίτερο κήπο του Άγκελμαρ, κάτω από μια πυκνή περγουλιά με άσπρα μπουμπούκια, η Μουαραίν ανασάλεψε στην ανακλινόμενη πολυθρόνα της. Στην αγκαλιά της ήταν τα θραύσματα της σφραγίδας και το μικρό πετράδι, που φορούσε μερικές φορές στα μαλλιά της, στριφογυρνούσε και λαμπύριζε στη χρυσή αλυσίδα του, που κρεμόταν από τα ακροδάχτυλά της. Το αμυδρό γαλάζιο φέγγος έσβησε από την πέτρα και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Η πέτρα από μόνη της δεν είχε καμία δύναμη, αλλά η πρώτη χρήση της Μίας Δύναμης που είχε μάθει ποτέ, τότε που ήταν κοριτσάκι στο Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν, ήταν τότε που χρησιμοποιούσε την πέτρα για να κρυφακούει ανθρώπους, που νόμιζαν ότι ήταν αρκετά μακριά και δεν ακούγονταν.