“Θυμήσου, ανόητε! Θυμήσου τη μάταια επίθεση σου κατά του Μέγα Άρχοντα του Σκότους! Θυμήσου την αντεπίθεση του! Θυμήσου! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε οι Εκατό Σύντροφοι χαλούν τον κόσμο και κάθε μέρα άλλοι εκατό πηγαίνουν με το μέρος τους. Ποιο χέρι έσφαξε την Ιλυένα την Ηλιόμαλλη, Σφαγέα; Όχι το δικό μου. Όχι το δικό μου. Ποιο χέρι έκοψε τη ζωή όλων των ανθρώπων που είχαν έστω και μια σταγόνα από το αίμα σου, που σε αγαπούσαν, που τους αγαπούσες; Όχι το δικό μου, Σφαγέα. Θυμήσου και μάθε το τίμημα που πληρώνεις, όταν τα βάζεις με τον Σαϊ’τάν!”
Ο ξαφνικός ιδρώτας σχημάτισε ρυάκια στο πρόσωπο του Λουζ Θέριν, ανάμεσα στη σκόνη και τα χώματα. Θυμόταν, ήταν μια θολή ανάμνηση, σαν όνειρο ονείρου, μα ήξερε πως ήταν αληθινή.
Το ουρλιαχτό του τράνταξε τους τοίχους, το ουρλιαχτό ενός άνδρα που ανακαλύπτει πως τα ίδια του τα χέρια καταδίκασαν την ψυχή του. Αρχισε να γδέρνει το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να βγάλει με τη βία το θέαμα των πράξεων του. Όπου κι αν κοίταζε, το βλέμμα του έπεφτε σε νεκρούς. Τα σώματα τους ήταν ξεσχισμένα, ή τσακισμένα, ή καμένα, ή βυθισμένα στην πέτρα. Παντού κείτονταν νεκρά πρόσωπα, που του ήταν γνώριμα, πρόσωπα που αγαπούσε. Παλιοί υπηρέτες και φίλοι του, από τότε που ήταν παιδί, πιστοί σύντροφοι στα ατέλειωτα χρόνια των μαχών. Και τα παιδιά του. Τα αγόρια και τα κορίτσια του, πεσμένα χάμω, σαν σπασμένες κούκλες, που τώρα το παιχνίδι τους είχε πάψει οριστικά. Όλους τους είχαν σφάξει τα δικά του χέρια. Τα πρόσωπα των παιδιών του τον κατηγορούσαν, τα ανέκφραστα μάτια ρωτούσαν γιατί και τα δάκριά του δεν ήταν απάντηση. Το γέλιο του Προδότη τον μαστίγωνε, έπνιγε τα ουρλιαχτά του. Δεν άντεχε τα πρόσωπα, τον πόνο. Δεν άντεχε να υπάρχει πια. Απελπισμένος, πλησίασε την Αληθινή Πηγή, το μιασμένο σαϊντίν, και Ταξίδεψε.
Η γη ολόγυρά του ήταν επίπεδη και άδεια. Ένα ποτάμι κυλούσε εκεί κοντά, ίσιο και πλατύ, αλλά ένιωθε πως δεν υπήρχαν άνθρωποι, ούτε ακόμα και σε απόσταση εκατό λευγών. Ήταν μονάχος, όσο μόνος μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος όσο ήταν ακόμα ζωντανός, μα δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις αναμνήσεις. Τα μάτια τον καταδίωκαν στα ατέλειωτα λαγούμια του μυαλού του. Δεν μπορούσε να κρυφτεί απ’ αυτά. Τα μάτια των παιδιών του. Τα μάτια της Ιλυένας. Λάκρια άστραψαν στα μάγουλά του, καθώς έστρεφε το κεφάλι του προς τον ουρανό.
“Φως, συγχώρεσε με!” Δεν πίστευε πως θα ερχόταν η συγχώρεση. Η συγχώρεση γι’ αυτό που είχε κάνει. Αλλά όμως φώναξε στον ουρανό, ικέτεψε γι’ αυτό που δεν πίστευε πως θα ερχόταν. “Φως, συγχώρεσε με!”
Ακόμα άγγιζε το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της δύναμης που κινούσε το σύμπαν, που γυρνούσε τον Τροχό του Χρόνου και ένιωσε το ελαιώδες μίασμα που βεβήλωνε την επιφάνειά του, το μίασμα της αντεπίθεσης της Σκιάς, το μίασμα που καταδίκαζε τον κόσμο. Εξαιτίας του. Επειδή με την περηφάνια του είχε πιστέψει πως οι άνθρωποι μπορούσαν να γίνουν ίσοι με τον Δημιουργό, μπορούσαν να γιατρέψουν αυτό που είχε κάνει ο Δημιουργός και που αυτοί το είχαν χαλάσει. Μέσα στην περηφάνια του το είχε πιστέψει.
Άντλησε βαθιά από την Αληθινή Πηγή, ακόμα πιο βαθιά, σαν άνθρωπος που πέθαινε από δίψα. Σε λίγο είχε αντλήσει περισσότερο από τη Μία Δύναμη, απ’ όσο μπορούσε να διαβιβάσει μόνος του· ένιωθε σαν να είχε πάρει φωτιά το δέρμα του. Προσπάθησε κι έβαλε όλα του τα δυνατά να αντλήσει κι άλλο, να την αντλήσει όλη.
“Φως, συγχώρεσέ με! Ιλυένα!”
Ο αέρας έγινε φωτιά, η φωτιά υγρό φως. Ο κεραυνός που πίεσε απ’ τα ουράνια θα έκαιγε και θα τύφλωνε το μάτι που θα τον έβλεπε, έστω και για μια στιγμή. Ήρθε από τα ουράνια, πέρασε διάπυρο μέσα από τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, χώθηκε στα σωθικά της γης· Η πέτρα έγινε ατμός στο άγγιγμά του. Η γη σφάδασε και τρεμούλιασε, σαν ζωντανό πλάσμα που αγωνιά. Η λαμπερή γραμμή κράτησε μόνο μια στιγμή, ενώνοντας έδαφος και ουρανό, αλλά, ακόμα κι όταν χάθηκε, η γη συνέχισε να σαλεύει, σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Λιωμένοι βράχοι πετάχτηκαν, σαν σιντριβάνι, διακόσια μέτρα ψηλά στον ουρανό και το έδαφος που βογκούσε υψώθηκε, τινάζοντας τον φλεγόμενο πίδακα ακόμα πιο πάνω, ακόμα πιο ψηλά. Από βορρά και νότο, από ανατολή και δύση, ο άνεμος ήρθε, ουρλιάζοντας, σπάζοντας τα δέντρα σαν κλαράκια, αλυχτώντας και φυσώντας, σαν να ήθελε να βοηθήσει το βουνό που φύτρωνε να φτάσει πιο κοντά στον ουρανό. Ακόμα πιο κοντά.
Τελικά ο άνεμος καταλάγιασε, η γη γαλήνεψε και μόνο μερικά τρέμουλα την έσειαν. Από τον Λουζ Θέριν Τέλαμον δεν απέμενε το παραμικρό σημάδι. Εκεί που έστεκε προηγουμένως, τώρα ένα βουνό σηκωνόταν, μίλια ψηλά στον ουρανό, με λιωμένη λάβα να κυλά ακόμα από την τσακισμένη κορφή του. Ο πλατύς, ίσιος ποταμός είχε σπρωχτεί μακριά από το βουνό και είχε κυρτώσει και σε κείνο το σημείο χώριζε, σχηματίζοντας ένα μακρύ νησί στο μέσον του. Η σκιά του βουνού σχεδόν έφτανε το νησί· αυτό κειτόταν σκοτεινό στη γη, σαν δυσοίωνο χέρι προφητείας. Για λίγη ώρα τα μουντά, παραπονιάρικα μουγκρητά της γης ήταν οι μόνοι ήχοι.