Η συνήθεια και μόνο ήταν αυτό που τον έκανε να συνεχίσει να περπατά προς τα πίσω, πλάι στο κάρο, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε.
Ο μανδύας του καβαλάρη τον τύλιγε ολόκληρο και έφτανε ως το πάνω μέρος από τις μπότες του και η κουκούλα ήταν τραβηγμένη μπροστά, έτσι ώστε δεν φαινόταν κανένα μέρος του σώματός του. Ο Ραντ σκέφτηκε, αόριστα, πως ο καβαλάρης είχε κάτι το αλλόκοτο, μα αυτό που τον συνάρπαζε ήταν το σκιασμένο άνοιγμα της κουκούλας. Εκεί διέκρινε μονάχα το αμυδρό περίγραμμα ενός προσώπου, αλλά είχε την αίσθηση ότι κοίταζε τον καβαλάρη στα μάτια. Και δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του αλλού. Ένιωσε μια ταραχή στο στομάχι του. Το μόνο που φαινόταν στην κουκούλα ήταν σκιές, αλλά αισθανόταν μίσος ολοφάνερο, λες κι έβλεπε το πρόσωπο να γυμνώνει τα δόντια, μίσος για κάθε τι το ζωντανό. Μίσος για τον Ραντ πάνω απ’ όλα, γι’ αυτόν, πέρα από κάθε τι άλλο.
Η φτέρνα του σκόνταψε σε μια πέτρα και ο Ραντ παραπάτησε, τραβώντας το βλέμμα από τον σκοτεινό καβαλάρη. Το τόξο του έπεσε στο δρόμο και ο ίδιος απέφυγε να σωριαστεί ανάσκελα, μόνο επειδή άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τα χάμουρα της Μπέλας. Η φοράδα σταμάτησε μ’ ένα ξαφνιασμένο ρουθούνισμα, στρίβοντας το κεφάλι για να δει τι την είχε πιάσει.
Ο Ταμ τον κοίταξε συνοφρυωμένος πάνω από τη ράχη της Μπέλας. “Είσαι καλά, παλικάρι μου;”
“Ένας καβαλάρης”, είπε ξέπνοος ο Ραντ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. “Ένας ξένος, στο κατόπι μας.”
“Πού;” Ο πιο ηλικιωμένος άνδρας ύψωσε το δόρυ με την πλατιά λεπίδα και κοίταξε πίσω προσεκτικά.
“Εκεί, πιο πίσω στο...” Οι λέξεις του Ραντ ξεψύχησαν καθώς έστριβε για να δείξει. Ο δρόμος πίσω τους ήταν άδειος. Μη μπορώντας να το πιστέψει, κοίταξε στο δάσος, δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Τα δέντρα με τα γυμνά κλαριά δεν πρόσφεραν κρυψώνα, αλλά πουθενά δεν υπήρχε ίχνος του αλόγου, ή του αναβάτη. Τα μάτια του αντίκρισαν το ερωτηματικό βλέμμα του πατέρα του. “Ήταν εκεί. Ένας άνδρας με μαύρο μανδύα, πάνω σε μαύρο άλογο.”
“Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτά που λες, παλικάρι μου, αλλά πού πήγε;”
“Δεν ξέρω. Μα ήταν εκεί”. Άρπαξε το πεσμένο τόξο και το βέλος, εξέτασε βιαστικά το ξύλο, πριν ξαναπεράσει το βέλος, το μισοτέντωσε και ύστερα άφησε τη χορδή να χαλαρώσει. Δεν είχε τίποτα να σημαδέψει. “Ήταν εκεί”.
Ο Ταμ κούνησε το γκριζομάλλικο κεφάλι του. “Αφού το λες, παλικάρι μου. Έλα λοιπόν. Τα άλογα αφήνουν αχνάρια, ακόμα και σε τέτοιο χώμα”. Πήγε προς τα πίσω, ενώ ο μανδύας του τιναζόταν στον αέρα σαν μαστίγιο. “Αν τα βρούμε, θα ξέρουμε στα οίγουρα πως ήταν εδώ. Αν όχι... ε, τέτοιες μέρες οι άνθρωποι νομίζουν πως βλέπουν διάφορα”.
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ξαφνικά τι αλλόκοτο είχε ο καβαλάρης, πέρα από την καθαυτό παρουσία του εκεί. Ο άνεμος, που έδερνε τον Ταμ και τον ίδιο, δεν έκανε να σαλεύει ούτε μια πτυχή του μαύρου μανδύα. Το στόμα του Ραντ ξεράθηκε. Πρέπει να είχε φανταστεί τον καβαλάρη. Καλά έλεγε ο πατέρας του: τέτοια πρωινά σου κέντριζαν τη φαντασία. Αλλά δεν το πίστευε. Όμως, πώς να ’λεγε στον πατέρα του πως ο άνδρας, που είχε γίνει καπνός, φορούσε μανδύα που δεν τον άγγιζε ο άνεμος;
Σμίγοντας τα φρύδια, ανήσυχος, κοίταξε το δάσος ολόγυρά τους· έμοιαζε διαφορετικό από κάθε άλλη φορά. Από τότε σχεδόν που είχε μάθει να περπατά τριγυρνούσε αδέσποτος στο δάσος. Οι λιμνούλες και τα ποταμάκια του Ποταμού του Δάσους, πέρα από τα τελευταία αγροκτήματα ανατολικά του Πεδίου του Έμοντ, ήταν τα μέρη όπου είχε μάθει να κολυμπά. Είχε πάει για εξερευνήσεις στους Λόφους της Άμμου —κάτι που πολλοί στους Δύο Ποταμούς έλεγαν πως ήταν γρουσουζιά- και κάποτε, μάλιστα, είχε πάει ως τα ριζά των Ορέων της Ομίχλης, μαζί με τους πιο καλούς φίλους του, τον Ματ Κώθον και τον Πέριν Αϋμπάρα. Όλα αυτά απείχαν πολύ από τα μέρη στα οποία συνήθως πήγαιναν οι περισσότεροι άνθρωποι από το Πεδίο του Έμοντ· γι’ αυτούς, ένα ταξίδι ως το επόμενο χωριό, ψηλά προς το Λόφο της Σκοπιάς, ή πιο κάτω στο Ντέβεν Ράιντ, ήταν μεγάλη υπόθεση. Σ’ όλη αυτή την περιοχή δεν είχε βρει κανένα σημείο που να τον φοβίζει. Σήμερα, όμως, το Δυτικό Δάσος δεν ήταν το μέρος που θυμόταν. Ένας άνδρας που μπορούσε να χαθεί τόσο γρήγορα, μπορούσε και να ξαναφανεί εξίσου γρήγορα, ίσως και ακριβώς δίπλα τους.
“Όχι, πατέρα, δεν είναι ανάγκη”. Όταν ο Ταμ κοντοστάθηκε έκπληκτος, ο Ραντ έκρυψε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του, τραβώντας την κουκούλα του μανδύα του. “Μάλλον έχεις δίκιο. Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε κάτι που δεν υπάρχει, αφού βιαζόμαστε να φτάσουμε στο χωριό και να γλιτώσουμε απ’ αυτόν τον αέρα”.
“Δεν θα έλεγα όχι για μια πίπα”, είπε αργά ο Ταμ, “και μια μπύρα κάπου που να ’χει ζέστη”. Ξαφνικά, χαμογέλασε πλατιά. “Και κάτι μου λέει ότι βιάζεσαι να δεις την Εγκουέν”.